πτηνοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(35)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η, Ν<br />αυτός που ασχολείται συστηματικά με την [[εκτροφή]] και [[αναπαραγωγή]] πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτηνό]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>].
|mltxt=ο, η, Ν<br />αυτός που ασχολείται συστηματικά με την [[εκτροφή]] και [[αναπαραγωγή]] πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτηνό]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[κτηνοτρόφος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 10 May 2023

Greek Monolingual

ο, η, Ν
αυτός που ασχολείται συστηματικά με την εκτροφή και αναπαραγωγή πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνό + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος].