σύντεχνος: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[ομότεχνος]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[σύντροφος]], [[συνεργάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἔν</i>-<i>τεχνος</i>].
|mltxt=ο, η, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[ομότεχνος]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[σύντροφος]], [[συνεργάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[ἔντεχνος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:45, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύντεχνος Medium diacritics: σύντεχνος Low diacritics: σύντεχνος Capitals: ΣΥΝΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: sýntechnos Transliteration B: syntechnos Transliteration C: syntechnos Beta Code: su/ntexnos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, fellow-craftsman, Ar.Fr.183: c. gen., Id.Ra.763; Athena is the σύντεχνος of Hephaestus, Pl.Plt.274c:—as Adj. σύντεχνος, ον, πῦρ Ael.Fr.101.

German (Pape)

[Seite 1035] ὁ, ἡ, dieselbe Kunst mit ausübend, Kunstgenosse, Ar. Ran. 762; Plat. Polit. 274 c heißt Athene die σύντεχνος des Hephästus.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui exerce la même profession que, gén..
Étymologie: σύν, τέχνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύντεχνος -ον [σύν, τέχνη] vakgenoot.

Russian (Dvoretsky)

σύντεχνος: ὁ и ἡ товарищ по мастерству Arph., Plat.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΑ
1. ομότεχνος
2. (γενικά) σύντροφος, συνεργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ἔντεχνος].

Greek Monotonic

σύντεχνος: ὁ, ἡ (τέχνη), αυτός που εξασκεί την ίδια τέχνη με κάποιον άλλον, ομότεχνος κάποιου· με γεν., σύντροφος ή συνεργάτης κάποιου, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σύντεχνος: ὁ, ἡ, ὁμότεχνος, τὴν αὐτὴν τέχνην ἀσκῶν, σύντροφος ἐν τῇ τέχνη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 226· μετὰ γεν., ὁ σύντροφοςσυνεργάτης τινός, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 763· ἡ Ἀθηνᾶ λέγεται σύντεχνος τοῦ Ἡφαίστου, Πλάτ. Πολιτ. 274C. Ἐν Ideler Phys. 2. 210, ὡς ἐπίθετ. σύντεχνος, η, ον.

Middle Liddell

σύν-τεχνος, ὁ, ἡ, τέχνη
practising the same art, c. gen. one's mate or fellow-workman, Ar.