υπερτελής: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(43)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για πυρσό) αυτός που φθάνει [[πέρα]] από τον στόχο («[[ὑπερτελής]] τε, πόντον [[ὥστε]] νωτίσαι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον Θεό) ο απόλυτα [[τέλειος]], [[υπερτέλειος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται [[πάνω]] από κάποιον ή από [[κάτι]] [[άλλο]] («τίς οἴκων θυοδόκων ὑπερτελὴς ἀντήλιον [[πρόσωπον]] ἐκφαίνει θεῶν;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) (σε [[συνεκφορά]] με τη λ. <i>ἄθλων</i>) αυτός που κατόρθωσε να φτάσει στο [[τέλος]] τών αγώνων<br /><b>4.</b> (για [[ενοίκιο]]) αυτός που καταβάλλεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της καθορισμένης προθεσμίας<br /><b>5.</b> (για αριθμό) αυτός που [[είναι]] [[μικρότερος]] από το [[άθροισμα]] τών παραγόντων, τών διαιρετών του, όπως λ.χ. ο [[αριθμός]] <i>12</i>, του οποίου οι παράγοντες, το <i>6</i>, το <i>4</i>, το <i>3</i>, το <i>2</i> και το <i>1</i>, όταν προστεθούν, δίνουν [[άθροισμα]] <i>16</i>, το οποίο [[είναι]] μεγαλύτερο του <i>12</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>συν</i>-<i>τελής</i>].
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για πυρσό) αυτός που φθάνει [[πέρα]] από τον στόχο («[[ὑπερτελής]] τε, πόντον [[ὥστε]] νωτίσαι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον Θεό) ο απόλυτα [[τέλειος]], [[υπερτέλειος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται [[πάνω]] από κάποιον ή από [[κάτι]] [[άλλο]] («τίς οἴκων θυοδόκων ὑπερτελὴς ἀντήλιον [[πρόσωπον]] ἐκφαίνει θεῶν;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) (σε [[συνεκφορά]] με τη λ. <i>ἄθλων</i>) αυτός που κατόρθωσε να φτάσει στο [[τέλος]] τών αγώνων<br /><b>4.</b> (για [[ενοίκιο]]) αυτός που καταβάλλεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της καθορισμένης προθεσμίας<br /><b>5.</b> (για αριθμό) αυτός που [[είναι]] [[μικρότερος]] από το [[άθροισμα]] τών παραγόντων, τών διαιρετών του, όπως λ.χ. ο [[αριθμός]] <i>12</i>, του οποίου οι παράγοντες, το <i>6</i>, το <i>4</i>, το <i>3</i>, το <i>2</i> και το <i>1</i>, όταν προστεθούν, δίνουν [[άθροισμα]] <i>16</i>, το οποίο [[είναι]] μεγαλύτερο του <i>12</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), [[πρβλ]]. [[συντελής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
1. (ιδίως για πυρσό) αυτός που φθάνει πέρα από τον στόχο («ὑπερτελής τε, πόντον ὥστε νωτίσαι», Αισχύλ.)
2. (για τον Θεό) ο απόλυτα τέλειος, υπερτέλειος
αρχ.
1. αυτός που φαίνεται πάνω από κάποιον ή από κάτι άλλο («τίς οἴκων θυοδόκων ὑπερτελὴς ἀντήλιον πρόσωπον ἐκφαίνει θεῶν;», Ευρ.)
3. (για πρόσ.) (σε συνεκφορά με τη λ. ἄθλων) αυτός που κατόρθωσε να φτάσει στο τέλος τών αγώνων
4. (για ενοίκιο) αυτός που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της καθορισμένης προθεσμίας
5. (για αριθμό) αυτός που είναι μικρότερος από το άθροισμα τών παραγόντων, τών διαιρετών του, όπως λ.χ. ο αριθμός 12, του οποίου οι παράγοντες, το 6, το 4, το 3, το 2 και το 1, όταν προστεθούν, δίνουν άθροισμα 16, το οποίο είναι μεγαλύτερο του 12.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -τελής (< τέλος), πρβλ. συντελής].