ταυρομαχία: Difference between revisions
From LSJ
ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[πάλη]] με ταύρους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αγωνιστικό [[θέαμα]], πολύ αγαπητό στην Ισπανία, την Πορτογαλία, τη νότια Γαλλία και τη Λατινική Αμερική, [[κατά]] το οποίο, [[έπειτα]] από μια αγωνιστική [[διαδικασία]] με συγκεκριμένο [[τυπικό]], ο [[ταυρομάχος]] σκοτώνει έναν ταύρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>μάχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), | |mltxt=η, ΝΑ<br />[[πάλη]] με ταύρους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αγωνιστικό [[θέαμα]], πολύ αγαπητό στην Ισπανία, την Πορτογαλία, τη νότια Γαλλία και τη Λατινική Αμερική, [[κατά]] το οποίο, [[έπειτα]] από μια αγωνιστική [[διαδικασία]] με συγκεκριμένο [[τυπικό]], ο [[ταυρομάχος]] σκοτώνει έναν ταύρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>μάχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), [[πρβλ]]. [[ξιφομαχία]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 10 May 2023
English (LSJ)
ἡ, bull-fight, OGI 533.45 (Ancyra, i A.D.), IGRom.3.631.14 (Xanthus).
German (Pape)
[Seite 1074] ἡ, Stiergefecht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ταυρομᾰχία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, μάχη μετὰ ταύρου, Συλλ. Ἐπιγρ. 4039. 46, πρβλ. ταυροκαθάψια.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
πάλη με ταύρους
νεοελλ.
αγωνιστικό θέαμα, πολύ αγαπητό στην Ισπανία, την Πορτογαλία, τη νότια Γαλλία και τη Λατινική Αμερική, κατά το οποίο, έπειτα από μια αγωνιστική διαδικασία με συγκεκριμένο τυπικό, ο ταυρομάχος σκοτώνει έναν ταύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ξιφομαχία].