φοιβόληπτος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φοιβόληπτος]], -ον, ΝΑ, και ιων. τ. [[φοιβόλαμπτος]], -ον, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διακατέχεται από ποιητική [[έμπνευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εμπνέεται από τον θεό Φοίβο, ο [[προφητικός]] («τὴν φοιβόληπτον [[χελιδόνα]]», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φοῖβος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ληπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>νυμφό</i>-<i>ληπτος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[φοιβόληπτος]], -ον, ΝΑ, και ιων. τ. [[φοιβόλαμπτος]], -ον, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διακατέχεται από ποιητική [[έμπνευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εμπνέεται από τον θεό Φοίβο, ο [[προφητικός]] («τὴν φοιβόληπτον [[χελιδόνα]]», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φοῖβος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ληπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), [[πρβλ]]. [[νυμφόληπτος]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φοιβόληπτος:''' [[одержимый Фебом]], [[боговдохновенный]] ([[ὥσπερ]] [[ἐπίπνους]] καὶ φ. Plut.).
|elrutext='''φοιβόληπτος:''' [[одержимый Фебом]], [[боговдохновенный]] ([[ὥσπερ]] [[ἐπίπνους]] καὶ φ. Plut.).
}}
}}

Revision as of 12:09, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιβόληπτος Medium diacritics: φοιβόληπτος Low diacritics: φοιβόληπτος Capitals: ΦΟΙΒΟΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: phoibólēptos Transliteration B: phoibolēptos Transliteration C: foivoliptos Beta Code: foibo/lhptos

English (LSJ)

Ion. φοιβό-λαμπτος, ον, possessed by Phoebus, Hdt.4.13, Lyc.1460, Plu.Pomp.48, Plot.5.8.10.

German (Pape)

[Seite 1295] vom Phöbus ergriffen, begeistert, Lycophr. 1460.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
possédé, inspiré de Phœbos.
Étymologie: Φοῖβος, ληπτός.

Greek Monolingual

-η, -ο / φοιβόληπτος, -ον, ΝΑ, και ιων. τ. φοιβόλαμπτος, -ον, Α
νεοελλ.
αυτός που διακατέχεται από ποιητική έμπνευση
αρχ.
αυτός που εμπνέεται από τον θεό Φοίβο, ο προφητικός («τὴν φοιβόληπτον χελιδόνα», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + -ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. νυμφόληπτος].

Russian (Dvoretsky)

φοιβόληπτος: одержимый Фебом, боговдохновенный (ὥσπερ ἐπίπνους καὶ φ. Plut.).