μονόχρωμος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόχρωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[χρώμα]], [[μονοχρώματος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρῶμα]]), [[πρβλ]]. [[λευκόχρωμος]], [[πολύχρωμος]]).
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόχρωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[χρώμα]], [[μονοχρώματος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρῶμα]]), [[πρβλ]]. [[λευκόχρωμος]], [[πολύχρωμος]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μονόχρωμος:''' Arst. = [[μονόχρως]].
|elrutext='''μονόχρωμος:''' Arst. = [[μονόχρως]].
}}
}}

Revision as of 13:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόχρωμος Medium diacritics: μονόχρωμος Low diacritics: μονόχρωμος Capitals: ΜΟΝΟΧΡΩΜΟΣ
Transliteration A: monóchrōmos Transliteration B: monochrōmos Transliteration C: monochromos Beta Code: mono/xrwmos

English (LSJ)

ον, v.l. for μονόχροος, Arist.GA755a4.

German (Pape)

[Seite 206] = Vorigem, Arist. gen. anim. 5, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόχρωμος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, μονοχρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. λευκόχρωμος, πολύχρωμος].

Russian (Dvoretsky)

μονόχρωμος: Arst. = μονόχρως.