φυκογείτων: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φῡκογείτων:''' ονος ὁ житель берегов, богатых водорослями Anth. | |elrutext='''φῡκογείτων:''' ονος ὁ [[житель берегов]], [[богатых водорослями]] Anth. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=φῡκο-[[γείτων]], ονος, ὁ, ἡ,<br />near the sea-[[weed]], [[dwelling]] by the sea, Anth. | |mdlsjtxt=φῡκο-[[γείτων]], ονος, ὁ, ἡ,<br />near the sea-[[weed]], [[dwelling]] by the sea, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:03, 11 May 2023
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, near the seaweed, dwelling by the sea, epithet of Priapus, AP6.193 (Flacc.).
German (Pape)
[Seite 1313] ονος, dem Meertang nahe, am Meere wohnend, lebend; Statil. FIacc. 4 (VI, 193) nennt den Priapus so.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
voisin des algues, qui habite près des algues, près de la mer.
Étymologie: φῦκος, γείτων.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που κατοικεί κοντά στα φύκη, δηλαδή στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + γείτων (πρβλ. ποταμογείτων)].
Greek Monotonic
φῡκογείτων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που βρίσκεται κοντά στα φύκια, αυτός που κατοικεί κοντά στη θάλασσα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φῡκογείτων: ονος ὁ житель берегов, богатых водорослями Anth.
Middle Liddell
φῡκο-γείτων, ονος, ὁ, ἡ,
near the sea-weed, dwelling by the sea, Anth.