σκαπτήρ: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σκαπτήρ:''' ῆρος ὁ вскапыватель, землекоп Hom., Xen. | |elrutext='''σκαπτήρ:''' ῆρος ὁ [[вскапыватель]], [[землекоп]] Hom., Xen. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:24, 11 May 2023
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, digger, Margites 2, X.ap.Poll.7.148.
German (Pape)
[Seite 889] ῆρος, ὁ, der Grabende, Xen. bei Poll. 7, 148.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
tout homme qui creuse la terre (vigneron, etc.).
Étymologie: σκάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαπτήρ -ῆρος, ὁ [σκάπτω] graver, spitter.
Russian (Dvoretsky)
σκαπτήρ: ῆρος ὁ вскапыватель, землекоп Hom., Xen.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, θηλ. σκάπτειρα, Α
αυτός που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ- του σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα -τήρ / -τειρα (πρβλ. θρεπ-τήρ / θρέπ-τειρα)].
Greek Monotonic
σκαπτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που σκάβει, σκαπανέας, σκαφτιάς, σε Όμηρ. (χωρίο που παρατίθεται στον Αριστ.).
Greek (Liddell-Scott)
σκαπτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ σκάπτων, Ὅμ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 2.