λύκαινα: Difference between revisions

From LSJ

ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0068.png Seite 68]] ἡ, fem. zu [[λύκος]], die Wölfinn, Plut. Rom. 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0068.png Seite 68]] ἡ, fem. zu [[λύκος]], die Wölfinn, Plut. Rom. 2.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />louve, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λύκος]].
}}
{{elru
|elrutext='''λύκαινα:''' (ῠ) ἡ [[волчица]] Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λύκαινα''': [ῠ], ἡ, θηλ. τοῦ [[λύκος]], [[θῆλυς]] [[λύκος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 2, Βάβρ. 16. 8, Πλουτ. Ρωμ. 2· - ὑποκορ. λυκαίνιον, τό, [[ὄνομα]] κωμικ. προσωπείου γραϊδίου, «τὸ μὲν λυκαίνιον ὑπόμηκες· ῥυτίδες λεπταὶ καὶ πυκναί· λευκὸν, ὕπωχρον, στρεβλὸν τὸ [[ὄμμα]]» Πολυδ. Δ΄, 150.
|lstext='''λύκαινα''': [ῠ], ἡ, θηλ. τοῦ [[λύκος]], [[θῆλυς]] [[λύκος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 2, Βάβρ. 16. 8, Πλουτ. Ρωμ. 2· - ὑποκορ. λυκαίνιον, τό, [[ὄνομα]] κωμικ. προσωπείου γραϊδίου, «τὸ μὲν λυκαίνιον ὑπόμηκες· ῥυτίδες λεπταὶ καὶ πυκναί· λευκὸν, ὕπωχρον, στρεβλὸν τὸ [[ὄμμα]]» Πολυδ. Δ΄, 150.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />louve, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λύκος]].
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λύκαινα:''' [ῠ], ἡ, θηλ. του [[λύκος]], [[θηλυκός]] [[λύκος]], σε Βάβρ., Πλούτ.
|lsmtext='''λύκαινα:''' [ῠ], ἡ, θηλ. του [[λύκος]], [[θηλυκός]] [[λύκος]], σε Βάβρ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''λύκαινα:''' (ῠ) ἡ волчица Arst., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῠ́καινα, ἡ, [fem. of [[λύκος]],]<br />a she-[[wolf]], Babr., Plut.
|mdlsjtxt=λῠ́καινα, ἡ, [fem. of [[λύκος]],]<br />a she-[[wolf]], Babr., Plut.
}}
{{elmes
|esmgtx=ἡ [[loba]] ref. a Selene δεῦρ' ἴθι μοι, ..., ἱπποπρόσωπε θεά, κυνολύγματε, δεῦρο, λύκαινα <b class="b3">ven junto a mí, diosa que tienes rostro de caballo, que aúllas como un perro, aquí, loba</b> P IV 2550 símbolo del espíritu del mago P IV 2302
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠ́καινᾰ Medium diacritics: λύκαινα Low diacritics: λύκαινα Capitals: ΛΥΚΑΙΝΑ
Transliteration A: lýkaina Transliteration B: lykaina Transliteration C: lykaina Beta Code: lu/kaina

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, fem. of λύκος,
A she-wolf, Arist.HA580a18, Babr.16.8, Plu.Rom.2; of Artemis in Mithraism, Porph.Abst.4.16:—Dim. λυκαίνιον, τό, of a woman, Poll.4.150.

German (Pape)

[Seite 68] ἡ, fem. zu λύκος, die Wölfinn, Plut. Rom. 2.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
louve, animal.
Étymologie: λύκος.

Russian (Dvoretsky)

λύκαινα: (ῠ) ἡ волчица Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λύκαινα: [ῠ], ἡ, θηλ. τοῦ λύκος, θῆλυς λύκος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 2, Βάβρ. 16. 8, Πλουτ. Ρωμ. 2· - ὑποκορ. λυκαίνιον, τό, ὄνομα κωμικ. προσωπείου γραϊδίου, «τὸ μὲν λυκαίνιον ὑπόμηκες· ῥυτίδες λεπταὶ καὶ πυκναί· λευκὸν, ὕπωχρον, στρεβλὸν τὸ ὄμμα» Πολυδ. Δ΄, 150.

Spanish

loba

Greek Monolingual

η (AM λύκαινα)
το θηλυκό του λύκου («εἶτα λύκαιναν μὲν ἐπιφοιτᾱν μαστὸν διδοῦσαν», Πλούτ.)
νεοελλ.
ζωολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας λυκαινίδες
μσν.
στον πληθ. αἱ λύκαιναι
οι χωρικές της Ιταλίας που έβοσκαν πρόβατα
αρχ.
προσωνυμία της Αρτέμιδος στη λατρεία του Μίθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + κατάλ. -αινα, κατά το λέαινα.

Greek Monotonic

λύκαινα: [ῠ], ἡ, θηλ. του λύκος, θηλυκός λύκος, σε Βάβρ., Πλούτ.

Middle Liddell

λῠ́καινα, ἡ, [fem. of λύκος,]
a she-wolf, Babr., Plut.

Léxico de magia

loba ref. a Selene δεῦρ' ἴθι μοι, ..., ἱπποπρόσωπε θεά, κυνολύγματε, δεῦρο, λύκαινα ven junto a mí, diosa que tienes rostro de caballo, que aúllas como un perro, aquí, loba P IV 2550 símbolo del espíritu del mago P IV 2302