δικελλίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δικελλίτης:''' ου (ῑτ) ὁ вооруженный двузубой киркой Luc.
|elrutext='''δικελλίτης:''' ου (ῑτ) ὁ [[вооруженный двузубой киркой]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:50, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικελλίτης Medium diacritics: δικελλίτης Low diacritics: δικελλίτης Capitals: ΔΙΚΕΛΛΙΤΗΣ
Transliteration A: dikellítēs Transliteration B: dikellitēs Transliteration C: dikellitis Beta Code: dikelli/ths

English (LSJ)

[λῑ], ου, ὁ, a digger, Luc.Tim.8.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ cavador Luc.Tim.8.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui travaille avec le hoyau à deux pointes.
Étymologie: δίκελλα.

German (Pape)

ὁ, der mit der δίκελλα hacht od. gräbt, Luc. Tim. 8.

Russian (Dvoretsky)

δικελλίτης: ου (ῑτ) ὁ вооруженный двузубой киркой Luc.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκελλίτης: [λῑ], ου, ὁ, ὁ σκάπτων διὰ δικέλλης, σκαφεύς, Λουκ. Τίμωνι 8.

Greek Monolingual

δικελλίτης, ο (Α)
ο δικελλευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκελλα + (παραγ. κατάλ.) -ίτης].

Greek Monotonic

δῐκελλίτης: [λῑ], -ου, ὁ, σκαπανέας, σκαφτιάς, σε Λουκ.

Middle Liddell

δῐκελλ¯ίτης, ου, n [from δίκελλα
a digger, Luc.