ἐρανάρχης: Difference between revisions
Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐρᾰνάρχης:''' ου ὁ распорядитель (организатор) товарищеского обеда (устраиваемого в складчину) Diog. L. | |elrutext='''ἐρᾰνάρχης:''' ου ὁ [[распорядитель]] (организатор) товарищеского обеда (устраиваемого в складчину) Diog. L. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:05, 11 May 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, president of an ἔρανος, collector of contributions to it, BGU1133.5 (i B.C.), D.L.6.63, Artem.1.35 (pl.), Harp. s.v. πληρωτής: —hence ἐρᾰν-αρχέω, hold this office, IG11(4).1223 (Delos).
German (Pape)
[Seite 1016] ὁ, Vorsteher eines ἔρανος (w. m. s.), D. L. 6, 63; Artemid. 1, 18 u. öfter.
Russian (Dvoretsky)
ἐρᾰνάρχης: ου ὁ распорядитель (организатор) товарищеского обеда (устраиваемого в складчину) Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρᾰνάρχης: -ου, ὁ, ὁ πρόεδρος ἐράνου, ὁ συλλέγων τὰς συνεισφοράς, Διογ. Λαέρτ. 6. 63, Ἀρτεμιδ. 1. 17., 2. 36. - Καθ’ Ἀρποκρ. ἐν λέξει πληρωτής: «πληρωτὸς ἐκάλουν τοὺς ἀποδιδόντας τὸν ἔρανον τοῖς ἤτοι λαχούσιν ἢ ἐωνημένοις· εἶεν δ’ ἂν οὗτοι οἱ παρ’ ημῖν καλούμενοι ἐρανάρχαι».
Greek Monolingual
ἐρανάρχης, ὁ (Α)
ο προϊστάμενος του εράνου, αυτός που έχει αναλάβει τη συγκέντρωση τών εισφορών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρανος + -άρχης (< άρχης) < άρχω)].