πηλαῖος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από πηλό<br /><b>2.</b> (για ψάρια) αυτός που ζει σε λασπόνερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τροχ</i>-<i>αίος</i>)].
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από πηλό<br /><b>2.</b> (για ψάρια) αυτός που ζει σε λασπόνερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[τροχαίος]])].
}}
}}

Revision as of 15:55, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλαῖος Medium diacritics: πηλαῖος Low diacritics: πηλαίος Capitals: ΠΗΛΑΙΟΣ
Transliteration A: pēlaîos Transliteration B: pēlaios Transliteration C: pilaios Beta Code: phlai=os

English (LSJ)

α, ον, (πηλός) A made of clay, πλίνθος Man.4.292. II living in mud, of fish, Paus.4.34.2.

German (Pape)

[Seite 610] 1) von Lehm, Thon gemacht, πλίνθος, Maneth. 4, 292. – 2) ὁ π., eine Fischart.

Greek (Liddell-Scott)

πηλαῖος: -α, -ον, (πηλὸς) πεποιημένος ἐκ πηλοῦ, πλίνθος Μανέθων 4. 292. ΙΙ. ὁ ἐντὸς πηλωδῶν ὑδάτων ζῶν, ἐπὶ τοῦ ἰχθύος κεφάλου, «οἱ κέφαλοι δέ, ἅτε ἰχθύων ὄντες τῶν πηλαίων, ποταμῶν φίλοι τῶν θολερωτέρων εἰσὶ» Παυσ. 4. 34, 2.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. κατασκευασμένος από πηλό
2. (για ψάρια) αυτός που ζει σε λασπόνερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + κατάλ. -αῖος (πρβλ. τροχαίος)].