πολυκλήϊς: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιδος, ἡ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς («πολυκλήϊδι [[πλέων]] ἐπὶ οἴνοπα πόντον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που έχει πολλούς κωπηλάτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κληΐς]], επικ. τ. του [[κλείς]] «[[σύρτης]], [[αμπάρα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>κλήις</i>)].
|mltxt=-ιδος, ἡ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς («πολυκλήϊδι [[πλέων]] ἐπὶ οἴνοπα πόντον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που έχει πολλούς κωπηλάτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κληΐς]], επικ. τ. του [[κλείς]] «[[σύρτης]], [[αμπάρα]]» ([[πρβλ]]. [[ευκλήις]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:57, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκλήϊς Medium diacritics: πολυκλήϊς Low diacritics: πολυκλήϊς Capitals: ΠΟΛΥΚΛΗΪΣ
Transliteration A: polyklḗïs Transliteration B: polyklēis Transliteration C: polykliis Beta Code: poluklh/i+s

English (LSJ)

[ῑ], ῑδος, ἡ, (κλείς IV) with many benches of rowers, in Hom. always in dat., as epithet of ships, νηῒ πολυκλήϊδι Il.7.88, Od.20.382; νηυσὶ πολυκλήϊσι Il.2.74, cf. 175, al.; νῆα πολυκλήϊδα Hes.Op.817.

German (Pape)

[Seite 664] ϊδος, ἡ, mit vielen Ruderbänken, bei Hom. u. Hes. häufiges Beiwort der Schiffe.

French (Bailly abrégé)

ϊδος (ὁ, ἡ)
aux nombreux rangs de rameurs.
Étymologie: πολύς, κληΐς.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α
(επικ. τ.)
1. (για πλοίο) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς («πολυκλήϊδι πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον», Ομ. Ιλ.)
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει πολλούς κωπηλάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κληΐς, επικ. τ. του κλείς «σύρτης, αμπάρα» (πρβλ. ευκλήις)].

Greek Monotonic

πολυκλήϊς: -ῖδος, ἡ (κλείς IV), αυτός που έχει πολλά καθίσματα κωπηλατών, σε δοτ.· νηὶ πολυκλήϊδι, νηυσὶ πολυκλήϊσι, σε Όμηρ.· αιτ. νῆα πολυκλήιδα, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

πολυκλήϊς: ϊδος или πολυκληΐς, ΐδος (ῑ) adj. со многими скамьями (для гребцов) (νηῦς Hom., Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκλήϊς -ιδος, ἡ [πολύς, κληίς] met veel roeibanken:. νῆα... πολυκλήιδα het schip met de vele roeibanken Hes. Op. 817.