πολυόφθαλμος: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για τον Όσιρι) αυτός που έχει [[πολλά]] μάτια<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που έχει πολλούς οφθαλμούς, [[πολλά]] μπουμπούκια<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυόφθαλμον</i><br />το [[φυτό]] [[βούφθαλμον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] ( | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για τον Όσιρι) αυτός που έχει [[πολλά]] μάτια<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που έχει πολλούς οφθαλμούς, [[πολλά]] μπουμπούκια<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυόφθαλμον</i><br />το [[φυτό]] [[βούφθαλμον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] ([[πρβλ]]. [[μονόφθαλμος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, A many-eyed, D.S.1.11, Poll.4.141. 2 with many eyes or buds, ἄμπελοι Gp.5.8.1. II Subst., a plant, = βούφθαλμον, Hp.Art. 67, Diocl.Fr.154.
German (Pape)
[Seite 668] vieläugig; Plut. de Is. et Os. 10; von Pflanzen, Geopon.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυόφθαλμος -ον [πολύς, ὀφθαλμός] subst. ἡ π., plant, missch. kamille. Hp. Art. 67.
Russian (Dvoretsky)
πολυόφθαλμος: многоглазый (якобы перевод егип. Ὄσιρις) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πολυόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, Διόδ. 1. 11, Πολυδ. Δ΄, 141. 2) ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, κοινῶς «μπουμπούκια», ἄμπελος Γεωπ. 5. 8, 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., φυτόν τι = βούφθαλμος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 830, κατὰ Γαληνὸν τ. 12, σ. 445.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για τον Όσιρι) αυτός που έχει πολλά μάτια
2. (για φυτά) αυτός που έχει πολλούς οφθαλμούς, πολλά μπουμπούκια
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυόφθαλμον
το φυτό βούφθαλμον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὀφθαλμός (πρβλ. μονόφθαλμος)].