πολύβιβλος: Difference between revisions
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
m (Text replacement - "Full diacritics=πολῠ" to "Full diacritics=πολῠ́") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύβιβλος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />(για συγγράμματα) αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] βιβλία, [[πολύτομος]] («[[πολύβιβλος]] [[ιστορία]]», Αθην.)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[πολλά]] βιβλία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βίβλος]] / [[βιβλίον]] ( | |mltxt=-η, -ο / [[πολύβιβλος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />(για συγγράμματα) αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] βιβλία, [[πολύτομος]] («[[πολύβιβλος]] [[ιστορία]]», Αθην.)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[πολλά]] βιβλία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βίβλος]] / [[βιβλίον]] ([[πρβλ]]. [[μονόβιβλος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, in many books, ἱστορία Ath.6.249a; πραγματεία Gal.1.409, cf. IGRom. 4.1655 (Notium: -βυβλον lapis).
German (Pape)
[Seite 660] von vielen Büchern od. Bänden, ἱστορία, Ath. VI, 249 a.
Greek (Liddell-Scott)
πολύβιβλος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν βιβλ. ἀποτελούμενος, ἱστορία Ἀθήν. 249Α.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύβιβλος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.-αρχ.
(για συγγράμματα) αυτός που αποτελείται από πολλά βιβλία, πολύτομος («πολύβιβλος ιστορία», Αθην.)
μσν.
αυτός που έχει πολλά βιβλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βίβλος / βιβλίον (πρβλ. μονόβιβλος)].