σπιθαμιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / σπιθαμιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει το [[μήκος]] ή το ύψος μιας σπιθαμής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> ο υπερβολικά [[βραχύσωμος]], ο πολύ [[κοντός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπιθαμή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δακτυλ</i>-<i>ιαίος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / σπιθαμιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει το [[μήκος]] ή το ύψος μιας σπιθαμής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> ο υπερβολικά [[βραχύσωμος]], ο πολύ [[κοντός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπιθαμή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. [[δακτυλιαίος]])].
}}
}}

Revision as of 16:16, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῐθᾰμιαῖος Medium diacritics: σπιθαμιαῖος Low diacritics: σπιθαμιαίος Capitals: ΣΠΙΘΑΜΙΑΙΟΣ
Transliteration A: spithamiaîos Transliteration B: spithamiaios Transliteration C: spithamiaios Beta Code: spiqamiai=os

English (LSJ)

α, ον, a span long, broad, etc., Hp.Art.72, Arist.HA630a33, Pol.1326a40, Plb.6.22.4, etc.

German (Pape)

[Seite 921] von einer Spanne, eine Spanne lang, Pol. 6, 22, 4. 34, 10, 9 u. a. Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπιθαμιαῖος -α -ον [σπιθαμή] met de lengte van een span.

Russian (Dvoretsky)

σπῐθᾰμιαῖος: размером в пядь Arst.

Greek (Liddell-Scott)

σπῐθᾰμιαῖος: -α, -ον, ὁ ἔχων μῆκοςπλάτος κτλ. μιᾶς σπιθαμῆς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 4, Πολιτικ. 7. 4, 10 (σπιθαμαῖος εἶναι πλημμελὴς γραφή, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 544)· - ὡσαύτως σπιθαμήσιος, α, ον, Ἀθανασ.

Greek Monolingual

-α, -ο / σπιθαμιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει το μήκος ή το ύψος μιας σπιθαμής
νεοελλ.
μτφ. ο υπερβολικά βραχύσωμος, ο πολύ κοντός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπιθαμή + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. δακτυλιαίος)].