στεπτήριος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[στέψη]]<br /><b>2.</b> αυτός που αρμόζει σε [[στέψη]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>τὸ Στεπτήριον</i><br />[[γιορτή]] την οποία τελούσαν [[κάθε]] [[εννέα]] [[χρόνια]] σε [[ανάμνηση]] της επανόδου του Απόλλωνος από την [[κοιλάδα]] τών Τεμπών, όπου είχε καταφύγει για να εξαγνιστεί [[μετά]] από τον φόνο του Πύθωνος<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «στεπτήρια<br />στέμματα ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλαδίων ἐξῆπτον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θρεπ</i>-<i>τήριος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[στέψη]]<br /><b>2.</b> αυτός που αρμόζει σε [[στέψη]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>τὸ Στεπτήριον</i><br />[[γιορτή]] την οποία τελούσαν [[κάθε]] [[εννέα]] [[χρόνια]] σε [[ανάμνηση]] της επανόδου του Απόλλωνος από την [[κοιλάδα]] τών Τεμπών, όπου είχε καταφύγει για να εξαγνιστεί [[μετά]] από τον φόνο του Πύθωνος<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «στεπτήρια<br />στέμματα ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλαδίων ἐξῆπτον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. [[θρεπτήριος]])].
}}
}}

Revision as of 16:20, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεπτήριος Medium diacritics: στεπτήριος Low diacritics: στεπτήριος Capitals: ΣΤΕΠΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: steptḗrios Transliteration B: steptērios Transliteration C: steptirios Beta Code: stepth/rios

English (LSJ)

ον, of crowning or for crowning, τὰ στεπτήρια = στέμματα, Hsch.: Στεπτήριον, τό, Stepterion, a festival at Delphi, Plu.2.293c.

German (Pape)

[Seite 936] zum Bekränzen gehörig; τὰ στεπτήρια, = στέμματα, Hesych. Vgl. σεπτήριος.

Greek (Liddell-Scott)

στεπτήριος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέψιν, τὰ στεπτήρια = στέμματα, «ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλάδων ἐξῆπτον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στέψη
2. αυτός που αρμόζει σε στέψη
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Στεπτήριον
γιορτή την οποία τελούσαν κάθε εννέα χρόνια σε ανάμνηση της επανόδου του Απόλλωνος από την κοιλάδα τών Τεμπών, όπου είχε καταφύγει για να εξαγνιστεί μετά από τον φόνο του Πύθωνος
4. (κατά τον Ησύχ.) «στεπτήρια
στέμματα ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλαδίων ἐξῆπτον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + επίθημα -τήριος (πρβλ. θρεπτήριος)].