σχηματοθήκη: Difference between revisions
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] κόλακα που παίρνει διάφορες υποκριτικές μορφές) [[αποθήκη]] σχημάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχῆμα]], -<i>ήματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]] ( | |mltxt=ἡ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] κόλακα που παίρνει διάφορες υποκριτικές μορφές) [[αποθήκη]] σχημάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχῆμα]], -<i>ήματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]] ([[πρβλ]]. [[βιβλιοθήχη]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:25, 11 May 2023
English (LSJ)
ἡ, magazine of gestures, of a parasite, Clearch. 25.
German (Pape)
[Seite 1055] ἡ, Magazin, Vorrathskammer von Gestalten, Gebehrden, Grimassen, Ath. VI, 258 a.
Greek (Liddell-Scott)
σχημᾰτοθήκη: ἡ, = ἀποθήκη σχημάτων, ἐπὶ κόλακος, ὅστις λαμβάνει παντοῖα σχήματα οὐ μόνον κατὰ τὴν μορφὴν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τοὺς λόγους, Ἀθήν. 258Α.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ως προσωνυμία κόλακα που παίρνει διάφορες υποκριτικές μορφές) αποθήκη σχημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, -ήματος + θήκη (πρβλ. βιβλιοθήχη)].