στυφοκόμπος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speechwhereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
(c2)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0960.png Seite 960]] = [[στυφοκόπος]], Ar. Av. 1299, Schol. erkl. ὁ [[μάχιμος]] [[ὄρτυξ]] κατὰ τὸ στερεῶς κόπτειν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0960.png Seite 960]] = [[στυφοκόπος]], Ar. Av. 1299, Schol. erkl. ὁ [[μάχιμος]] [[ὄρτυξ]] κατὰ τὸ στερεῶς κόπτειν.
}}
{{grml
|mltxt=ή στυφόκομπος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ [[μάχιμος]] [[ἀλεκτρυών]]»<br /><b>2.</b> το [[ορτύκι]], ο όρτυξ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στύπος]] (Ι) «[[κορμός]]» <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] «[[κτύπος]]» ([[πρβλ]]. [[ορτυγόκομπος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''στῠφοκόμπος:''' v. l. = [[στυφοκόπος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:28, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 960] = στυφοκόπος, Ar. Av. 1299, Schol. erkl. ὁ μάχιμος ὄρτυξ κατὰ τὸ στερεῶς κόπτειν.

Greek Monolingual

ή στυφόκομπος, ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ μάχιμος ἀλεκτρυών»
2. το ορτύκι, ο όρτυξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος (Ι) «κορμός» + κόμπος «κτύπος» (πρβλ. ορτυγόκομπος)].

Russian (Dvoretsky)

στῠφοκόμπος: v. l. = στυφοκόπος.