τρυγίας: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> (για [[κρασί]] και με σημ. επιθ.) [[γεμάτος]] από [[κατακάθι]], [[θολός]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> η [[τρυγία]], νέο αδιήθητο [[κρασί]], [[γλεύκος]], [[μούστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρύξ]], <i>τρυγός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στεμφυλ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> (για [[κρασί]] και με σημ. επιθ.) [[γεμάτος]] από [[κατακάθι]], [[θολός]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> η [[τρυγία]], νέο αδιήθητο [[κρασί]], [[γλεύκος]], [[μούστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρύξ]], <i>τρυγός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[στεμφυλίας]])].
}}
}}

Revision as of 16:40, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠγίας Medium diacritics: τρυγίας Low diacritics: τρυγίας Capitals: ΤΡΥΓΙΑΣ
Transliteration A: trygías Transliteration B: trygias Transliteration C: trygias Beta Code: trugi/as

English (LSJ)

ου, ὁ, A full of lees or sediment, οἶνος Orac. ap. Plu.2.295e, Orib.Fr.76. II Subst., = τρύξ 11, LXX Ps.74(75).9, Hdn. Epim.137. 2 = τρύξ 1, new wine, BGU417.9 (ii/iii A. D.).

German (Pape)

ὁ, hefig, οἶνος, hefiger, trüber Wein, Or. bei Ath. I.31b.

Russian (Dvoretsky)

τρῠγίας: adj. m имеющий осадок, мутный (οἶνος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγίας: -ου, ὁ, (τρὺξ) πλήρης τρυγὸς ἢ καθιζήματος, οἶνος Χρησμ. παρὰ Πλουτ. 2. 295Ε. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = τρὺξ ΙΙ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΔ΄, 8), πρβλ. Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 137.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. (για κρασί και με σημ. επιθ.) γεμάτος από κατακάθι, θολός
2. ως ουσ. η τρυγία, νέο αδιήθητο κρασί, γλεύκος, μούστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + κατάλ. -ίας (πρβλ. στεμφυλίας)].