φιλυρέα: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[φιλλυρέα]], η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[ελαιίδες]] της τάξης ελαιώδη και το οποίο περιλαμβάνει [[τέσσερα]] [[περίπου]] είδη αειθαλών θάμνων ή δέντρων που [[είναι]] ιθαγενή της περιοχής της Μεσογείου και της νοτιοδυτικής Ασίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] θάμνου, η [[φυλίκη]]<br /><b>2.</b> (στον τ. [[φιλλυρέα]]) εσφ. γρφ. του τ. [[φιλύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φιλύρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>συκ</i>-<i>έα</i>). Ως όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>phillyrea</i>].
|mltxt=και [[φιλλυρέα]], η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[ελαιίδες]] της τάξης ελαιώδη και το οποίο περιλαμβάνει [[τέσσερα]] [[περίπου]] είδη αειθαλών θάμνων ή δέντρων που [[είναι]] ιθαγενή της περιοχής της Μεσογείου και της νοτιοδυτικής Ασίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] θάμνου, η [[φυλίκη]]<br /><b>2.</b> (στον τ. [[φιλλυρέα]]) εσφ. γρφ. του τ. [[φιλύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φιλύρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i> ([[πρβλ]]. [[συκέα]]). Ως όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>phillyrea</i>].
}}
}}

Revision as of 16:45, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλυρέα Medium diacritics: φιλυρέα Low diacritics: φιλυρέα Capitals: ΦΙΛΥΡΕΑ
Transliteration A: philyréa Transliteration B: philyrea Transliteration C: filyrea Beta Code: filure/a

English (LSJ)

ἡ, mock privet, Phillyrea media, Thphr.HP1.9.3; but φιλλυρέα is f.l. for φιλύρα in Dsc.1.96.

German (Pape)

[Seite 1289] ἡ, ein beerentragender Baum, eine Art Ligustrum, Diosc., auch φιλλυρέα geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλῠρέα: ἡ, εἶδος θάμνου, philyrea, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 3, Διοσκ. 1. 125· ἐνίοτε φέρεται ἡμαρτημένως φιλλυρέα. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 574.

Greek Monolingual

και φιλλυρέα, η, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ελαιίδες της τάξης ελαιώδη και το οποίο περιλαμβάνει τέσσερα περίπου είδη αειθαλών θάμνων ή δέντρων που είναι ιθαγενή της περιοχής της Μεσογείου και της νοτιοδυτικής Ασίας
αρχ.
1. είδος θάμνου, η φυλίκη
2. (στον τ. φιλλυρέα) εσφ. γρφ. του τ. φιλύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλύρα + κατάλ. -έα (πρβλ. συκέα). Ως όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. phillyrea].