χιλιοτάλαντος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[βάρος]] ή [[αξία]] χιλίων ταλάντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χιλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τάλαντον]] (<b>πρβλ.</b> <i>δεκα</i>-<i>τάλαντος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[βάρος]] ή [[αξία]] χιλίων ταλάντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χιλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τάλαντον]] ([[πρβλ]]. [[δεκατάλαντος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:58, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑλιοτάλαντος Medium diacritics: χιλιοτάλαντος Low diacritics: χιλιοτάλαντος Capitals: ΧΙΛΙΟΤΑΛΑΝΤΟΣ
Transliteration A: chiliotálantos Transliteration B: chiliotalantos Transliteration C: chiliotalantos Beta Code: xiliota/lantos

English (LSJ)

[τᾰ], ον, weighing or worth a thousand talents, ναοί, μύδροι, Plu.Per.12, 2.924a; ὀφρῦς ἔχον χ., Com. phrase, Alex. 116.7.

German (Pape)

[Seite 1356] tausend Talente schwer od. werth; οὐσία Alexis bei Ath. VI, 237 c; Plut. Pericl. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pèse ou vaut mille talents.
Étymologie: χίλιοι, τάλαντον.

Russian (Dvoretsky)

χῑλιοτάλαντος:
1 весом в тысячу талантов (μύδροι Plut.);
2 стоимостью в тысячу талантов, т. е. необыкновенно пышный, великолепный (ναός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιοτάλαντος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν χιλίων ταλάντων, Πλουτ. Περικλ. 12., 2.924Α· ὀφρῦς ἔχων χιλιοταλάντους, κωμικὴ φράσις ἐν Ἀλέξιδος «Κυβερνήτῃ» 1. 7.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει βάρος ή αξία χιλίων ταλάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + τάλαντον (πρβλ. δεκατάλαντος)].

Greek Monotonic

χῑλιοτάλαντος: [ᾰ], -ον (τάλαντον), αυτός που έχει βάρος ή αξία χιλίων ταλάντων, σε Πλούτ.

Middle Liddell

χῑλιο-τᾰ́λαντος, ον, τάλαντον
weighing or worth a thousand talents, Plut.