χιλιοτάλαντος: Difference between revisions
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[βάρος]] ή [[αξία]] χιλίων ταλάντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χιλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τάλαντον]] ( | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[βάρος]] ή [[αξία]] χιλίων ταλάντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χιλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τάλαντον]] ([[πρβλ]]. [[δεκατάλαντος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:58, 11 May 2023
English (LSJ)
[τᾰ], ον, weighing or worth a thousand talents, ναοί, μύδροι, Plu.Per.12, 2.924a; ὀφρῦς ἔχον χ., Com. phrase, Alex. 116.7.
German (Pape)
[Seite 1356] tausend Talente schwer od. werth; οὐσία Alexis bei Ath. VI, 237 c; Plut. Pericl. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pèse ou vaut mille talents.
Étymologie: χίλιοι, τάλαντον.
Russian (Dvoretsky)
χῑλιοτάλαντος:
1 весом в тысячу талантов (μύδροι Plut.);
2 стоимостью в тысячу талантов, т. е. необыкновенно пышный, великолепный (ναός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιοτάλαντος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν χιλίων ταλάντων, Πλουτ. Περικλ. 12., 2.924Α· ὀφρῦς ἔχων χιλιοταλάντους, κωμικὴ φράσις ἐν Ἀλέξιδος «Κυβερνήτῃ» 1. 7.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει βάρος ή αξία χιλίων ταλάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + τάλαντον (πρβλ. δεκατάλαντος)].
Greek Monotonic
χῑλιοτάλαντος: [ᾰ], -ον (τάλαντον), αυτός που έχει βάρος ή αξία χιλίων ταλάντων, σε Πλούτ.
Middle Liddell
χῑλιο-τᾰ́λαντος, ον, τάλαντον
weighing or worth a thousand talents, Plut.