ῥύδην: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br /><b>επίρρ.</b> με ορμητική ροή, με ζωηρή [[κίνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυξ</i>- του <i>ῥέω</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br /><b>επίρρ.</b> με ορμητική ροή, με ζωηρή [[κίνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυξ</i>- του <i>ῥέω</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> ([[πρβλ]]. [[μίγδην]])].<br /><b>(II)</b><br />Α<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[ῥύβδην]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:02, 11 May 2023
English (LSJ)
[ῠ], Adv., (ῥέω) flowingly, i.e. abundantly, lavishly, Cratin. 441, Plu.Sull.21, Caes.29, Luc.39, Eun.VSp.489B., etc.: cf. ῥύβδην.
German (Pape)
[Seite 850] adv., fließend, zufließend, überflüssig, reichlich, in Menge; Hippon. frg. 20 bei Ath. VII, 304 b. wo υ lang ist, u. Welcker daher ῥύδδην, wie ἄδδην für ἄδην zu lesen vorschlug; Sp., καὶ ἀγεληδόν, vgl. ῥύβδην, – auch = mit Geräusch.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec affluence, en foule, abondamment.
Étymologie: ῥέω, -δην.
Russian (Dvoretsky)
ῥύδην: (ῠ) adv. в изобилии, во множестве Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύδην: [ῠ], Ἐπίρρ. (ῥέω) «σφοδρῶς καὶ ἀθρόως· οὕτως Κρατῖνος» Φώτ. ἐν λέξει, ὡς λέγομεν νῦν «τρεχᾶτα», κατὰ ῥοήν, ὡς ῥέει τὸ ῥεῦμα, ἐν εἴδει ὁρμητικῆς ῥοῆς, ἐντόνως καὶ ῥύδην ἐλαυνόντων Πλουτ. Σύλλ. 21, κτλ. Πρβλ. ῥύβδην. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥύδην· εὐκόλως, ἢ ἀθρόως ἐπιτρέχοντες».
Greek Monolingual
(I)
Α
επίρρ. με ορμητική ροή, με ζωηρή κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυξ- του ῥέω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγδην)].
(II)
Α
επίρρ. βλ. ῥύβδην.
Greek Monotonic
ῥύδην: [ῠ], επίρρ. (ῥέω), με ελεύθερη, άφθονη ροή, ορμητικά, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[ῥέω]
flowingly, abundantly, Plut.