ὠκύσκοπος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
m (Text replacement - "d’u" to "d'u")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ὠκυσκόπος, -ον, Α<br />αυτός που εξετάζει [[κάτι]] με [[οξύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[οξύς]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), [[πρβλ]]. <i>πολύ</i>-<i>σκοπος</i>].
|mltxt=και ὠκυσκόπος, -ον, Α<br />αυτός που εξετάζει [[κάτι]] με [[οξύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[οξύς]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), [[πρβλ]]. [[πολύσκοπος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:27, 12 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκύσκοπος Medium diacritics: ὠκύσκοπος Low diacritics: ωκύσκοπος Capitals: ΩΚΥΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: ōkýskopos Transliteration B: ōkyskopos Transliteration C: okyskopos Beta Code: w)ku/skopos

English (LSJ)

ον, quick-aiming, of Apollo, AP9.525.25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vise d'un regard prompt ou perçant.
Étymologie: ὠκύς, σκοπέω.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύσκοπος: -ον, ὁ ταχέως σκοπῶν, Ἀπόλλων Ἀνθ. Παλατ. 9. 525.

Greek Monolingual

και ὠκυσκόπος, -ον, Α
αυτός που εξετάζει κάτι με οξύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. πολύσκοπος].

Greek Monotonic

ὠκύσκοπος: -ον, αυτός που σκοπεύει με το τόξο γρήγορα· ὠκύσκοπος Ἀπόλλων, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὠκύ-σκοπος, ον,
quick-aiming, Ἀπόλλων Anth.