εὑρησίλογος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὑρησίλογος]] και [[εὑρεσίλογος]], -ον (ΑΜ)<br />[[ικανός]] να εφευρίσκει, να πλάθει μύθους<br /><b>αρχ.</b><br />[[ικανός]], [[επιτήδειος]] στο να βρίσκει έξυπνα επιχειρήματα για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρησι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ευρίσκω]], [[πρβλ]]. | |mltxt=[[εὑρησίλογος]] και [[εὑρεσίλογος]], -ον (ΑΜ)<br />[[ικανός]] να εφευρίσκει, να πλάθει μύθους<br /><b>αρχ.</b><br />[[ικανός]], [[επιτήδειος]] στο να βρίσκει έξυπνα επιχειρήματα για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρησι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ευρίσκω]], [[πρβλ]]. [[ευρησιεπής]]) <span style="color: red;">+</span> [[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]). Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. Ο τ. <i>ευρεσί</i>-<i>λογος</i> [[είναι]] μτγν.]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:50, 13 May 2023
English (LSJ)
ον, ingenious in argument, sophistical, Corn.ND31: Sup., D.L.4.37. —εὑρησι- is freq. in Pap. in this group of words, e.g. PRein.14.23, 15.21 (ii B.C.), Phld.Rh.1.207 S., etc.; εὑρεσι- first in Pap. of iv A.D., POxy.71 i 9 (corr. fr. εὑρησι-), PMasp.153.32 (vi A.D.), etc., f.l. in Plb.18.46.3, Ph.ll.cc. (εὑρης- v.l. 1.628), etc.
Greek Monolingual
εὑρησίλογος και εὑρεσίλογος, -ον (ΑΜ)
ικανός να εφευρίσκει, να πλάθει μύθους
αρχ.
ικανός, επιτήδειος στο να βρίσκει έξυπνα επιχειρήματα για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρησι- (< ευρίσκω, πρβλ. ευρησιεπής) + λόγος (< λέγω). Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος. Ο τ. ευρεσί-λογος είναι μτγν.].