μεγάνωρ: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγάνωρ]], -ορος, ὁ και ἡ (Α)<br />[[μεγαλήνωρ]], αυτός που τιμά τον άνδρα («μεγάνορος πλούτου», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνήρ]] ([[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>άνωρ</i>)].
|mltxt=[[μεγάνωρ]], -ορος, ὁ και ἡ (Α)<br />[[μεγαλήνωρ]], αυτός που τιμά τον άνδρα («μεγάνορος πλούτου», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνήρ]] ([[πρβλ]]. [[πολυάνωρ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:52, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾱ́νωρ Medium diacritics: μεγάνωρ Low diacritics: μεγάνωρ Capitals: ΜΕΓΑΝΩΡ
Transliteration A: megánōr Transliteration B: meganōr Transliteration C: meganor Beta Code: mega/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, = μεγαλήνωρ, πλοῦτος Pi.O.1.2.

German (Pape)

[Seite 108] ορος, den Mann verherrlichend, πλοῦτος, Pind. Ol. 1, 2. Vgl. μεγαλήνωρ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
c. μεγαλήνωρ.
Étymologie: μέγας, ἀνήρ.

Russian (Dvoretsky)

μεγάνωρ: ορος (ᾱ) adj. дор. Pind. = μεγαλήνωρ.

Greek (Liddell-Scott)

μεγάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, = μεγαλήνωρ, πλοῦτος Πινδ. Ο. 1. 4.

English (Slater)

μεγᾱνωρ lordly μεγάνορος ἔξοχα πλούτου (O. 1.2)

Greek Monolingual

μεγάνωρ, -ορος, ὁ και ἡ (Α)
μεγαλήνωρ, αυτός που τιμά τον άνδρα («μεγάνορος πλούτου», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + ἀνήρ (πρβλ. πολυάνωρ)].

Greek Monotonic

μεγάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ (ἀνήρ), πολύ ανδροπρεπής, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μεγ-ά¯νωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἀνήρ
man-exalting, Pind.