μολυβδόχρους: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν και -οος, -οο (ΑΜ [[μολυβδόχρους]], -ουν και -οος, -οον, Α και [[μολυβδόχρως]], -ωτος, ό, ή) αυτός που έχει το [[χρώμα]] του μολύβδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], -[[ωτός]] «[[χρώμα]]» ([[πρβλ]]. | |mltxt=-ουν και -οος, -οο (ΑΜ [[μολυβδόχρους]], -ουν και -οος, -οον, Α και [[μολυβδόχρως]], -ωτος, ό, ή) αυτός που έχει το [[χρώμα]] του μολύβδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], -[[ωτός]] «[[χρώμα]]» ([[πρβλ]]. [[αργυρόχρους]]). Ο τ. [[μολυβδόχρως]]<span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]]), [[πρβλ]]. [[μελίχρως]], [[ροδόχρως]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:02, 13 May 2023
English (LSJ)
-ουν, contr. for μολυβδόχροος.
Greek Monolingual
-ουν και -οος, -οο (ΑΜ μολυβδόχρους, -ουν και -οος, -οον, Α και μολυβδόχρως, -ωτος, ό, ή) αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -χρους < -χροος < χρώς, -ωτός «χρώμα» (πρβλ. αργυρόχρους). Ο τ. μολυβδόχρως< μόλυβδος + -χρως (< χρώς), πρβλ. μελίχρως, ροδόχρως].