σαρκασμός: Difference between revisions
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
mNo edit summary |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ [[σαρκάζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σαρκάζω]], [[δηκτικός]] [[εμπαιγμός]], [[ειρωνικός]] [[λόγος]] με τον οποίο χλευάζει [[κανείς]] κάποιον. | |mltxt=ο, ΝΑ [[σαρκάζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σαρκάζω]], [[δηκτικός]] [[εμπαιγμός]], [[ειρωνικός]] [[λόγος]] με τον οποίο χλευάζει [[κανείς]] κάποιον. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[mockery]]=== | |||
Arabic: اِسْتِهْزَاء; Hijazi Arabic: تريقة; Armenian: ծաղր; Azerbaijani: rişxənd; Bulgarian: подигравка, насмешка, присмех; Czech: výsměch, zesměšnění, posměch; Esperanto: mokado; Finnish: iva; Galician: burla, moca, escarnio, chufa; German: [[Verspottung]], [[Verhöhnung]]; Greek: [[χλευασμός]], [[χλεύη]], [[κοροϊδία]], [[γελιοποίηση]]; Ancient Greek: [[ἔμπαιγμα]], [[ἐμπαιγμονή]], [[ἐμπαιγμός]], [[ἐνεασμός]], [[ἐπισυρμός]], [[ἐπιτωθασμός]], [[κατάγελως]], [[καταμώκησις]], [[καταπαιγμός]], [[κατάχαρμα]], [[καταχήνη]], [[κερτόμησις]], [[κερτομία]], [[κωμῳδία]], [[λάσθη]], [[μυκτηρισμός]], [[μώκημα]], [[μῶκος]], [[περίσυρμα]], [[σαρκασμός]], [[σκῶψις]], [[χλευασία]], [[χλεύασμα]], [[χλευασμός]]; Hungarian: csúfolás, gúnyolás; Italian: [[derisione]], [[scherno]]; Latin: [[derisio]]; Old English: bismer; Old Norse: háð, háðsemi; Persian: استهزا; Plautdietsch: Spott, Spettarie; Portuguese: [[escárnio]], [[zombaria]]; Romanian: derâdere, batjocură, bășcălie; Sanskrit: निद्; Spanish: [[mote]], [[mofa]], [[pitorreo]], [[ludibrio]]; Tagalog: uyam; Welsh: gwatwar | |||
}} | }} |
Revision as of 15:47, 14 May 2023
English (LSJ)
ὁ, mockery, sarcasm, Hdn.Fig.p.92 S., Phryn.PS p.16B.
German (Pape)
[Seite 863] ὁ, das Hohnlachen eines Zornigen, höhnendes Wort, höhnende Rede, bitterer Spott, Sp.
Russian (Dvoretsky)
σαρκασμός: ὁ σαρκάζω рит. язвительная насмешка.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκασμός: ὁ, ἐμπαιγμός, εἰρωνεία, χλευασμός, Ρήτορ. (Walz) 8. 591, Α. Β. 10, κτλ.· ἴδε σαρκάζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ σαρκάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαρκάζω, δηκτικός εμπαιγμός, ειρωνικός λόγος με τον οποίο χλευάζει κανείς κάποιον.
Translations
mockery
Arabic: اِسْتِهْزَاء; Hijazi Arabic: تريقة; Armenian: ծաղր; Azerbaijani: rişxənd; Bulgarian: подигравка, насмешка, присмех; Czech: výsměch, zesměšnění, posměch; Esperanto: mokado; Finnish: iva; Galician: burla, moca, escarnio, chufa; German: Verspottung, Verhöhnung; Greek: χλευασμός, χλεύη, κοροϊδία, γελιοποίηση; Ancient Greek: ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμονή, ἐμπαιγμός, ἐνεασμός, ἐπισυρμός, ἐπιτωθασμός, κατάγελως, καταμώκησις, καταπαιγμός, κατάχαρμα, καταχήνη, κερτόμησις, κερτομία, κωμῳδία, λάσθη, μυκτηρισμός, μώκημα, μῶκος, περίσυρμα, σαρκασμός, σκῶψις, χλευασία, χλεύασμα, χλευασμός; Hungarian: csúfolás, gúnyolás; Italian: derisione, scherno; Latin: derisio; Old English: bismer; Old Norse: háð, háðsemi; Persian: استهزا; Plautdietsch: Spott, Spettarie; Portuguese: escárnio, zombaria; Romanian: derâdere, batjocură, bășcălie; Sanskrit: निद्; Spanish: mote, mofa, pitorreo, ludibrio; Tagalog: uyam; Welsh: gwatwar