φόντης: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φόντης''': [[φονεύς]], εὕρηται μόνον ἐν συνθέσει, π. χ. [[Ἀργειφόντης]], βροντοφόντης, κλπ., ἴδε Χοιροβοσκ. 50. | |lstext='''φόντης''': [[φονεύς]], εὕρηται μόνον ἐν συνθέσει, π. χ. [[Ἀργειφόντης]], βροντοφόντης, κλπ., ἴδε Χοιροβοσκ. 50. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />β' συνθετικό διαφόρων λέξεων, που δηλώνει τον φονέα, εκείνον που σκοτώνει (<b>πρβλ.</b> <i>ἀνδρο</i>-[[φόντης]], <i>Ἀργει</i>-[[φόντης]], <i>βροτο</i>-[[φόντης]], <i>μητρο</i>-[[φόντης]] <b>κ.ά.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Τ. που έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>gh</i><sup>w</sup><i>en</i>- «[[χτυπώ]]» του ρ. [[θείνω]], κατ' [[επίδραση]] της λ. [[φόνος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[θείνω]], [[φόνος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:15, 27 May 2023
English (LSJ)
= φονεύς (killer), only in compds., e.g. Ἀργειφόντης, βροτοφόντης, etc.
German (Pape)
[Seite 1298] ὁ), = φονεύς, nur in Zusammensetzungen, wie Ἀργειφόντης (?), βροντοφόντης u. vgl. gebräuchlich.
Greek (Liddell-Scott)
φόντης: φονεύς, εὕρηται μόνον ἐν συνθέσει, π. χ. Ἀργειφόντης, βροντοφόντης, κλπ., ἴδε Χοιροβοσκ. 50.
Greek Monolingual
Α
β' συνθετικό διαφόρων λέξεων, που δηλώνει τον φονέα, εκείνον που σκοτώνει (πρβλ. ἀνδρο-φόντης, Ἀργει-φόντης, βροτο-φόντης, μητρο-φόντης κ.ά.)
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Τ. που έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας ghwen- «χτυπώ» του ρ. θείνω, κατ' επίδραση της λ. φόνος (βλ. και λ. θείνω, φόνος)].