ὑπέρπλεως: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperpleos
|Transliteration C=yperpleos
|Beta Code=u(pe/rplews
|Beta Code=u(pe/rplews
|Definition=ων, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">overfull, surfeited</b>, γαστριμαργίαις <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>42</span>, cf. <span class="bibl">Poll.4.186</span>: cf. foreg.</span>
|Definition=ων, [[overfull]], [[surfeited]], [[γαστριμαργία]]ις Luc. ''Am.'' 42, cf. Poll. 4.186; cf. [[ὑπέρπλεος]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1201.png Seite 1201]] überfüllt, τινί, Luc. am. 42.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρπλεως:''' [[переполненный]]: ὑ. ταῖς γαστριμαργίαις Luc. наевшийся вдоволь или до отвала.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπέρπλεως''': -ων, [[πλήρης]] εἰς ὑπερβολήν, κεκορεσμένος ὑπερμέτρως, γαστριμαργίαις Λουκ. Ἔρωτ. 42· μεμολυσμένος, Πολυδ. Δ΄, 186· πρβλ. [[ὑπέρπλεος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ων / [[ὑπέρπλεως]], -ων, ΝΜΑ και [[ὑπέρπλεος]], -ον, Ν<br />(λόγ. τ.) εντελώς [[γεμάτος]], [[ξέχειλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπέρπλεον</i><br />το [[περίσσευμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />μολυσμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλέως]] / [[πλέος]] «[[γεμάτος]], [[πλήρης]]»].
}}
}}

Latest revision as of 07:21, 27 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρπλεως Medium diacritics: ὑπέρπλεως Low diacritics: υπέρπλεως Capitals: ΥΠΕΡΠΛΕΩΣ
Transliteration A: hypérpleōs Transliteration B: hyperpleōs Transliteration C: yperpleos Beta Code: u(pe/rplews

English (LSJ)

ων, overfull, surfeited, γαστριμαργίαις Luc. Am. 42, cf. Poll. 4.186; cf. ὑπέρπλεος.

German (Pape)

[Seite 1201] überfüllt, τινί, Luc. am. 42.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρπλεως: переполненный: ὑ. ταῖς γαστριμαργίαις Luc. наевшийся вдоволь или до отвала.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρπλεως: -ων, πλήρης εἰς ὑπερβολήν, κεκορεσμένος ὑπερμέτρως, γαστριμαργίαις Λουκ. Ἔρωτ. 42· μεμολυσμένος, Πολυδ. Δ΄, 186· πρβλ. ὑπέρπλεος.

Greek Monolingual

-ων / ὑπέρπλεως, -ων, ΝΜΑ και ὑπέρπλεος, -ον, Ν
(λόγ. τ.) εντελώς γεμάτος, ξέχειλος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέρπλεον
το περίσσευμα
αρχ.
μολυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»].