ῥύτωρ: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rytor
|Transliteration C=rytor
|Beta Code=r(u/twr
|Beta Code=r(u/twr
|Definition=(A) [<b class="b3">ῡ], ορος, ὁ,</b> ([[ἐρύω]] (A)) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who draws]], <b class="b3">χρυσέων ῥ. τόξων</b>, of Apollo, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>108</span> (lyr.).</span><br /><span class="bld">ῥύτωρ</span> (B) [<b class="b3">ῡ], ορος, ὁ,</b> ([[ἐρύω]] (B)) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[saviour]], [[deliverer]], [[defender]], πόλεως <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>318</span> (lyr.); σωφροσύνης ῥ. καὶ βιότου <span class="title">IG</span>3.1171.6; ῥ. βουκολίων <span class="title">AP</span>6.37; <b class="b3">ῥ. χαίτας κεκρύφαλος</b> ib.207 (Arch.): c.gen.objecti, [[one who saves]] or [[delivers from]], <b class="b3">λιμοῦ καὶ θανάτου</b> ib.9.351 (Leon.Alex.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">ῥύτορας· τοὺς θαλλοὺς τοὺς καθαρτηρίους</b>, Hsch.</span>
|Definition=(A) [<b class="b3">ῡ], ορος, ὁ,</b> ([[ἐρύω]] (A))<br><span class="bld">A</span> [[one who draws]], <b class="b3">χρυσέων ῥ. τόξων</b>, of [[Apollo]], Ar.''Th.''108 (lyr.).<br /><br />(B) [<b class="b3">ῡ], ορος, ὁ,</b> ([[ἐρύω]] (B))<br><span class="bld">A</span> [[saviour]], [[deliverer]], [[defender]], πόλεως A.''Th.''318 (lyr.); σωφροσύνης ῥ. καὶ βιότου ''IG''3.1171.6; ῥ. βουκολίων ''AP''6.37; <b class="b3">ῥ. χαίτας κεκρύφαλος</b> ib.207 (Arch.): c.gen.objecti, [[one who saves]] or [[delivers from]], <b class="b3">λιμοῦ καὶ θανάτου</b> ib.9.351 (Leon.Alex.).<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">ῥύτορας· τοὺς θαλλοὺς τοὺς καθαρτηρίους</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{ls
|lstext='''ῥύτωρ''': [ῡ], ρος, ὁ, (*ῥύω, [[ἐρύω]]) ὁ ἕλκων τι, ὡς τὸ ῥυτὴρ Ι, χρυσίων ῥ. τόξων, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 108. ΙΙ. ([[ῥύομαι]]) [[σωτήρ]], [[λυτρωτής]], προστάτης, [[φύλαξ]], πόλεως Αἰσχύλ. Θήβ. 318 (ἴδε [[ῥυτήρ]] ΙΙ)· σωφροσύνης ῥ καὶ βιότου Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 969. 6· ῥ. βουκολίων Ἀνθ. Π. 6. 37· [[κεκρύφαλος]] ῥ. χαίτας [[αὐτόθι]] 6. 207· [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμένου, ὁ σῴζων ἢ λυτρώνων από τινος, λιμοῦ καὶ θανάτου [[αὐτόθι]] 9. 351.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />protecteur, défenseur.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ ; cf. [[ῥύομαι]].
|btext=ορος (ὁ) :<br />[[protecteur]], [[défenseur]].<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ ; cf. [[ῥύομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{pape
|lsmtext='''ῥύτωρ:''' [ῡ], -ορος, ὁ ([[ῥύομαι]]), [[σωτήρας]], [[λυτρωτής]], [[προστάτης]], [[φύλακας]], σε Αισχύλ., Ανθ.· <i>τινός</i>, αυτός που σώζει ή λυτρώνει από [[κάτι]], στο ίδ.
|ptext=<b class="num">1</b> ορος, ὁ, <i>der [[Zieher]], [[Spanner]]</i>, χρυσέων τόξων, [[Apollo]], Ar. <i>Th</i>. 108.<br /><b class="num">2</b> ορος, ὁ, <i>[[Retter]]</i>; λιμοῦ καὶ θανάτου, <i>[[Erretter]] vom [[Hunger]] und Tode</i>, Leon.Alex. 29 (IX.351); [[κόμης]] [[ῥύτωρ]] [[κεκρύφαλος]], <i>Ep.adesp</i>. 115 (VI.280); βουκολίων, heißt Pan, 125 (VI.37), <i>der [[Wächter]], [[Beschützer]]</i>.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ῥύτωρ:''' ορος (ῡ) ὁ Aesch., Anth. = [[ῥυτήρ]] II.<br />ορος (ῡ) ὁ Arph. = [[ῥυτήρ]] I.
|elrutext='''ῥύτωρ:''' ορος (ῡ) ὁ Aesch., Anth. = [[ῥυτήρ]] II.<br />ορος (ῡ) ὁ Arph. = [[ῥυτήρ]] I.
}}
{{ls
|lstext='''ῥύτωρ''': [ῡ], ρος, ὁ, (*ῥύω, [[ἐρύω]]) ὁ ἕλκων τι, ὡς τὸ ῥυτὴρ Ι, χρυσίων ῥ. τόξων, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 108. ΙΙ. ([[ῥύομαι]]) [[σωτήρ]], [[λυτρωτής]], προστάτης, [[φύλαξ]], πόλεως Αἰσχύλ. Θήβ. 318 (ἴδε [[ῥυτήρ]] ΙΙ)· σωφροσύνης ῥ καὶ βιότου Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 969. 6· ῥ. βουκολίων Ἀνθ. Π. 6. 37· [[κεκρύφαλος]] ῥ. χαίτας [[αὐτόθι]] 6. 207· μετὰ γεν. ἀντικειμένου, ὁ σῴζων ἢ λυτρώνων από τινος, λιμοῦ καὶ θανάτου [[αὐτόθι]] 9. 351.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥύτωρ:''' [ῡ], -ορος, ὁ ([[ῥύομαι]]), [[σωτήρας]], [[λυτρωτής]], [[προστάτης]], [[φύλακας]], σε Αισχύλ., Ανθ.· <i>τινός</i>, αυτός που σώζει ή λυτρώνει από [[κάτι]], στο ίδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ῥύ¯τωρ, ορος, ὁ, [[ῥύομαι]]<br />a [[saviour]], [[deliverer]], Aesch., Anth.; τινός from a [[thing]], Anth.
|mdlsjtxt=ῥύ¯τωρ, ορος, ὁ, [[ῥύομαι]]<br />a [[saviour]], [[deliverer]], Aesch., Anth.; τινός from a [[thing]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 15:56, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥύτωρ Medium diacritics: ῥύτωρ Low diacritics: ρύτωρ Capitals: ΡΥΤΩΡ
Transliteration A: rhýtōr Transliteration B: rhytōr Transliteration C: rytor Beta Code: r(u/twr

English (LSJ)

(A) [ῡ], ορος, ὁ, (ἐρύω (A))
A one who draws, χρυσέων ῥ. τόξων, of Apollo, Ar.Th.108 (lyr.).

(B) [ῡ], ορος, ὁ, (ἐρύω (B))
A saviour, deliverer, defender, πόλεως A.Th.318 (lyr.); σωφροσύνης ῥ. καὶ βιότου IG3.1171.6; ῥ. βουκολίων AP6.37; ῥ. χαίτας κεκρύφαλος ib.207 (Arch.): c.gen.objecti, one who saves or delivers from, λιμοῦ καὶ θανάτου ib.9.351 (Leon.Alex.).
III ῥύτορας· τοὺς θαλλοὺς τοὺς καθαρτηρίους, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
protecteur, défenseur.
Étymologie: R. Ῥυ ; cf. ῥύομαι.

German (Pape)

1 ορος, ὁ, der Zieher, Spanner, χρυσέων τόξων, Apollo, Ar. Th. 108.
2 ορος, ὁ, Retter; λιμοῦ καὶ θανάτου, Erretter vom Hunger und Tode, Leon.Alex. 29 (IX.351); κόμης ῥύτωρ κεκρύφαλος, Ep.adesp. 115 (VI.280); βουκολίων, heißt Pan, 125 (VI.37), der Wächter, Beschützer.

Russian (Dvoretsky)

ῥύτωρ: ορος (ῡ) ὁ Aesch., Anth. = ῥυτήρ II.
ορος (ῡ) ὁ Arph. = ῥυτήρ I.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύτωρ: [ῡ], ρος, ὁ, (*ῥύω, ἐρύω) ὁ ἕλκων τι, ὡς τὸ ῥυτὴρ Ι, χρυσίων ῥ. τόξων, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 108. ΙΙ. (ῥύομαι) σωτήρ, λυτρωτής, προστάτης, φύλαξ, πόλεως Αἰσχύλ. Θήβ. 318 (ἴδε ῥυτήρ ΙΙ)· σωφροσύνης ῥ καὶ βιότου Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 969. 6· ῥ. βουκολίων Ἀνθ. Π. 6. 37· κεκρύφαλος ῥ. χαίτας αὐτόθι 6. 207· μετὰ γεν. ἀντικειμένου, ὁ σῴζων ἢ λυτρώνων από τινος, λιμοῦ καὶ θανάτου αὐτόθι 9. 351.

Greek Monotonic

ῥύτωρ: [ῡ], -ορος, ὁ (ῥύομαι), σωτήρας, λυτρωτής, προστάτης, φύλακας, σε Αισχύλ., Ανθ.· τινός, αυτός που σώζει ή λυτρώνει από κάτι, στο ίδ.

Middle Liddell

ῥύ¯τωρ, ορος, ὁ, ῥύομαι
a saviour, deliverer, Aesch., Anth.; τινός from a thing, Anth.