σκνιπός: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sknipos | |Transliteration C=sknipos | ||
|Beta Code=sknipo/s | |Beta Code=sknipo/s | ||
|Definition=(A), ή, όν, < | |Definition=(A), ή, όν,<br><span class="bld">A</span> [[niggardly]], [[stingy]], Anon.''in EN''182.27, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; σκνιφός, Phryn.376, cf. Moer.p.387P.<br><span class="bld">σκνῑπός</span> (B), ή, όν,<br><span class="bld">A</span> [[dim-sighted]], ἢ τυφλὸς ἤ τις σκνιπός Semon.19; σκνιφός, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (who also cites σκνίφος· <b class="b3">τὸ σκότος</b>); cf. <b class="b3">ὑπόσκνιφος, -σκνιπος</b>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 15:56, 24 August 2023
English (LSJ)
(A), ή, όν,
A niggardly, stingy, Anon.in EN182.27, Hsch.; σκνιφός, Phryn.376, cf. Moer.p.387P.
σκνῑπός (B), ή, όν,
A dim-sighted, ἢ τυφλὸς ἤ τις σκνιπός Semon.19; σκνιφός, Hsch. (who also cites σκνίφος· τὸ σκότος); cf. ὑπόσκνιφος, -σκνιπος.
German (Pape)
[Seite 901] knickerig, knauserig, filzig, Sp. – Auch = σκνιφός, Simonds bei Poll. 2, 65, der ἀμυδρὸν βλέπων erkl.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
1 qui a la vue faible;
2 qui est d'une avarice sordide.
Étymologie: σκνίπτω.
2gén. de σκνίψ.
Greek Monolingual
και σκνιφός, -ή, -όν, Α
1. τσιγγούνης, φιλάργυρος
2. αυτός που έχει ασθενική όραση, μύωπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκνίψ, σκνιπός «σκνίπα» (πρβλ. κνιπός: κνίψ). Για τις μτφ. χρήσεις τών τ. βλ. λ. κνίψ.
Greek Monotonic
σκνῑπός: -ή, -όν, αυτός που έχει αμβλυμένη όραση, μύωψ (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
σκνίψ See also: s. κνίψ.
Middle Liddell
σκνῑπός, ή, όν
dim-sighted. [deriv. uncertain]