καταύω: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(c1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katayo | |Transliteration C=katayo | ||
|Beta Code=katau/w | |Beta Code=katau/w | ||
|Definition= | |Definition== [[καθαιρέω]], [[destroy]], τὰν Μῶσαν καταύσεις Alcm.95; cf. <b class="b3">καθαῦσαι· ἀφανίσαι, καταῦσαι· καταυλῆσαι</b> ([[καταντλῆσαι]] Lobeck), [[καταδῦσαι]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[αὔω]] (A), [[ἐν]]- (A), [[ἐξ]]- (B), <b class="b3">προσ-αύω</b>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1387.png Seite 1387]] versengen, vertilgen, Alcm. fr. 896; Eust. 1547, 60. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1387.png Seite 1387]] versengen, vertilgen, Alcm. fr. 896; Eust. 1547, 60. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταύω''': [[καταστρέφω]], τὰν Μῶσαν καταύσεις Ἀλκμὰν (89) παρ᾿ Εὐστ., ἑρμηνεύοντι τὸ καταύσεις διὰ τοῦ ἀφανίσεις· πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 972 τὰς Μούσας ἀφανίζων· οὕτω παρ᾿ Ἡσυχ. «καθαῦσαι· ἀφανίσαι» καὶ «καταῦσαι· καταντλῆσαι» (ἐκ διορθώσεως τοῦ Λοβεκ.), καταδῦσαι. Ὁ Λοβέκ. εἰς Αἴ. σ. 358 συμπεραίνει ὅτι αἱ σημασίαι αἱ ἀποδιδόμεναι εἰς τοῦτο τὸ [[ῥῆμα]] καὶ εἰς τὸ προσαῦσαι (ἴδε [[προσαύω]]) ὑποδεικνύουσι ῥίζαν αὔω = [[αἴρω]]· πρβλ. ἐξαυστὴρ παρ᾿ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 2, Nack2, καὶ τὸ Λατιν. haurire. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταύω]] (Α)<br />[[καθαιρώ]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]] («τὰν Μῶσαν καταύσεις», Αλκμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>αὔω</i> (Ι) «[[ανάβω]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:06, 24 August 2023
English (LSJ)
= καθαιρέω, destroy, τὰν Μῶσαν καταύσεις Alcm.95; cf. καθαῦσαι· ἀφανίσαι, καταῦσαι· καταυλῆσαι (καταντλῆσαι Lobeck), καταδῦσαι, Hsch.; cf. αὔω (A), ἐν- (A), ἐξ- (B), προσ-αύω.
German (Pape)
[Seite 1387] versengen, vertilgen, Alcm. fr. 896; Eust. 1547, 60.
Greek (Liddell-Scott)
καταύω: καταστρέφω, τὰν Μῶσαν καταύσεις Ἀλκμὰν (89) παρ᾿ Εὐστ., ἑρμηνεύοντι τὸ καταύσεις διὰ τοῦ ἀφανίσεις· πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 972 τὰς Μούσας ἀφανίζων· οὕτω παρ᾿ Ἡσυχ. «καθαῦσαι· ἀφανίσαι» καὶ «καταῦσαι· καταντλῆσαι» (ἐκ διορθώσεως τοῦ Λοβεκ.), καταδῦσαι. Ὁ Λοβέκ. εἰς Αἴ. σ. 358 συμπεραίνει ὅτι αἱ σημασίαι αἱ ἀποδιδόμεναι εἰς τοῦτο τὸ ῥῆμα καὶ εἰς τὸ προσαῦσαι (ἴδε προσαύω) ὑποδεικνύουσι ῥίζαν αὔω = αἴρω· πρβλ. ἐξαυστὴρ παρ᾿ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 2, Nack2, καὶ τὸ Λατιν. haurire.
Greek Monolingual
καταύω (Α)
καθαιρώ, καταστρέφω, αφανίζω («τὰν Μῶσαν καταύσεις», Αλκμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αὔω (Ι) «ανάβω»].