ὑπώροφος: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yporofos
|Transliteration C=yporofos
|Beta Code=u(pw/rofos
|Beta Code=u(pw/rofos
|Definition=ον, = [[ὑπωρόφιος]] ([[under the roof]], [[dwelling under the roof]], [[under cover]], [[in a house]], [[in the house]]), E. ''El.'' 1166, ''Ph.'' 299, ''HF'' 107 (all lyr.), Call. ''Iamb.'' 1.414 ; of a swallow's nest, [[under the eaves]], ''AP'' 10.2 (Antip.Sid.) ; c. dat., ὑ. τῷ ἀνδρί ''Berl.Sitzb.'' 1927.164 (Cyrene).
|Definition=ὑπώροφον, = [[ὑπωρόφιος]] ([[under the roof]], [[dwelling under the roof]], [[under cover]], [[in a house]], [[in the house]]), E. ''El.'' 1166, ''Ph.'' 299, ''HF'' 107 (all lyr.), Call. ''Iamb.'' 1.414 ; of a swallow's nest, [[under the eaves]], ''AP'' 10.2 (Antip.Sid.) ; c. dat., ὑ. τῷ ἀνδρί ''Berl.Sitzb.'' 1927.164 (Cyrene).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπώροφος Medium diacritics: ὑπώροφος Low diacritics: υπώροφος Capitals: ΥΠΩΡΟΦΟΣ
Transliteration A: hypṓrophos Transliteration B: hypōrophos Transliteration C: yporofos Beta Code: u(pw/rofos

English (LSJ)

ὑπώροφον, = ὑπωρόφιος (under the roof, dwelling under the roof, under cover, in a house, in the house), E. El. 1166, Ph. 299, HF 107 (all lyr.), Call. Iamb. 1.414 ; of a swallow's nest, under the eaves, AP 10.2 (Antip.Sid.) ; c. dat., ὑ. τῷ ἀνδρί Berl.Sitzb. 1927.164 (Cyrene).

German (Pape)

[Seite 1242] = Vorigem; μέλαθρα Eur. Phoen. 306; χελιδών Antp. Sid. 37 (X, 2); – βοὰ ὑπώροφος, ein Ton, wie der der Rohrpfeife, sanft, leise, von ὄροφος = κάλαμος, Eur. El. 1166; s. Lob. zu Phryn. 706.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ὑπωρόφιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπώροφος: ον = τῷ προηγ., Εὐρ. Ἠλ. 1166, Φοίν. 299, Ἡρ. Μαιν. 107· ὑπ. οἰκία, ἡ ὑπὸ τὸ γεῖσον φωλεὰ τῆς χελιδόνος, Ἀνθ. Παλατ. 10. 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπώροφος, -ον, ΝΜΑ
στεγασμένος
αρχ.
φρ. α) «ὑπώροφος οικία»
(στην ποίηση) φωλιά χελιδονιού στο γείσο οροφής (Ανθ. Παλ.)
β) «ὑπώροφος βοή» — ανάλαφρος ήχος, όπως ο ήχος του καλαμένιου αυλού (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. πολυ-ώροφος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ὑπώροφος: -ον, = το προηγ., σε Ευρ.· λέγεται για φωλιά χελιδονιού, κάτω από το γείσο, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑπ-ώροφος, ον, = ὑπωρόφιος
Eur.: of a swallow's nest, under the eaves, Anth.