πολυΐστωρ: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyistor
|Transliteration C=polyistor
|Beta Code=polui/+stwr
|Beta Code=polui/+stwr
|Definition=ορος, ὁ, ἡ, [[very learned]], [[polymath]], [[renaissance man]], [[greatly learned]], [[that knows many things]], [[erudite]], D.H. ''Din.''1, Str.3.2.12, Gal.17(1).605; esp. as [[epithet]] of [[Alexander Polyhistor]], J.''AJ''1.15.1, etc.; [[βίβλος]] ''AP''9.280 (Apollonid.):—also [[πολυΐστορος]], ον, Sch.Lyc.5.
|Definition=-ορος, ὁ, ἡ, [[very learned]], [[polymath]], [[renaissance man]], [[greatly learned]], [[that knows many things]], [[erudite]], D.H. ''Din.''1, Str.3.2.12, Gal.17(1).605; esp. as [[epithet]] of [[Alexander Polyhistor]], J.''AJ''1.15.1, etc.; [[βίβλος]] ''AP''9.280 (Apollonid.):—also [[πολυΐστορος]], ον, Sch.Lyc.5.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυΐστωρ Medium diacritics: πολυΐστωρ Low diacritics: πολυΐστωρ Capitals: ΠΟΛΥΪΣΤΩΡ
Transliteration A: polyḯstōr Transliteration B: poluistōr Transliteration C: polyistor Beta Code: polui/+stwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, ἡ, very learned, polymath, renaissance man, greatly learned, that knows many things, erudite, D.H. Din.1, Str.3.2.12, Gal.17(1).605; esp. as epithet of Alexander Polyhistor, J.AJ1.15.1, etc.; βίβλος AP9.280 (Apollonid.):—also πολυΐστορος, ον, Sch.Lyc.5.

German (Pape)

[Seite 663] ὁ, ἡ, viel wissend, gelehrt, βίβλος, Apollnds. 22 (IX, 280).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui sait beaucoup, très savant.
Étymologie: πολύς, ἴστωρ.

Russian (Dvoretsky)

πολυΐστωρ: ορος adj. много знающий, весьма ученый (βίβλος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ πολλὰ ἐπιστάμενος, πολυμαθής, Ἀνθ. Π. 9. 280, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 1, Στράβ. 149· ― ὡσαύτως πολυΐστορος, ορον, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 2. 258.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΑ
1. πολυμαθής, πολύξερος («ὁ δὲ ποιητής πολύφωνός τις ὥν καὶ πολυΐστωρ», Στράβ.)
νεοελλ.
(για συγγραφέα) α) αυτός που γράφει για πολλά και ποικίλα θέματα
β) αυτός που ασχολείται με διάφορα είδη του γραπτού λόγου
αρχ.
(για πράγμα) αυτός που περιέχει πολλές γνώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἴστωρ / ἵστωρ (< οἶδα «γνωρίζω»), πρβλ. φιλίστωρ].