σμερδνός: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=smerdnos
|Transliteration C=smerdnos
|Beta Code=smerdno/s
|Beta Code=smerdno/s
|Definition=ή, όν,= foreg., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> Γοργείη κεφαλή <span class="bibl">Il.5.742</span>; σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόνον <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>357</span>; μυγαλέη <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>815</span>:—as Adv., σμερδνὸν βοόων <span class="bibl">Il. 15.687</span>; δέρκεται <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>31.9</span>.</span>
|Definition=σμερδνή, σμερδνόν, = [[σμερδαλέος]] ([[terrible to look on]], [[fearful]], [[aweful]], [[direful]], [[terrible to hear]]), Γοργείη κεφαλή ''Il.'' 5.742 ; σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόνον A. ''Pr.'' 357 ; [[μυγαλέη]] Nic. ''Th.'' 815 ; — as adverb, σμερδνὸν βοόων ''Il.'' 15.687 ; δέρκεται ''h.Hom.'' 31.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0910.png Seite 910]] = [[σμερδαλέος]], bei Hom. ganz eben so gebraucht, aber viel seltener, von der Aegis, Il. 5, 742, u. adverbial, σμερδνὸν βοόων, 15, 687; σμερδναῖσι γαμφηλῇσι συρίζων φόνον, Aesch. Prom. 355; sp. D., σκόλοπες, Opp. Hal. 5, 330.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0910.png Seite 910]] = [[σμερδαλέος]], bei Hom. ganz eben so gebraucht, aber viel seltener, von der Aegis, Il. 5, 742, u. adverbial, σμερδνὸν βοόων, 15, 687; σμερδναῖσι γαμφηλῇσι συρίζων φόνον, Aesch. Prom. 355; sp. D., σκόλοπες, Opp. Hal. 5, 330.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σμερδνός''': -ή, -όν, = [[σμερδαλέος]], αἰγὶς Ἰλ. Ε. 742· σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόνον Αἰσχύλ. Πρ. 355· μυγαλέη Νικ. Θηρ. 815· - ὡς ἐπίρρ., σμερδνὸν βοόων Ἰλ. Ο. 678, 732· δέρκεται Ὁμ. Ὕμν. 31. 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «δεινόν, καταπληκτικόν, πολεμικόν, σκυθρωπόν».
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[σμερδαλέος]] ; <i>neutre adv.</i> • σμερδνόν.<br />'''Étymologie:''' R. Σμερδ, mordre ; cf. [[σμερδαλέος]], <i>lat.</i> [[mordere]].
}}
{{elnl
|elnltext=σμερδνός -ή -όν [~ σμερδαλέος] vreselijk, afgrijselijk, schrikwekkend, angstaanjagend; adv. acc. n. σμερδνόν.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[σμερδαλέος]] ; <i>neutre adv.</i> • σμερδνόν.<br />'''Étymologie:''' R. Σμερδ, mordre ; cf. [[σμερδαλέος]], <i>lat.</i> mordere.
|elrutext='''σμερδνός:''' Hom., Aesch. = [[σμερδαλέος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[σμερδαλέος]]<br /><b>2.</b> (η αιτ. εν. του ουδ. ως επίρρ.) <i>σμερδνόν</i><br />με φρικαλέο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. [[σμερδαλέος]] με [[επίθημα]] -<i>νός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δει</i>-<i>νός</i>). Για την [[εναλλαγή]] αυτή στα επιθήματα <b>πρβλ.</b> [[ἰσχαλέος]]: [[ἰσχνός]] (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[σμερδαλέος]])].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[σμερδαλέος]]<br /><b>2.</b> (η αιτ. εν. του ουδ. ως επίρρ.) <i>σμερδνόν</i><br />με φρικαλέο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. [[σμερδαλέος]] με [[επίθημα]] -<i>νός</i> ([[πρβλ]]. [[δεινός]]). Για την [[εναλλαγή]] αυτή στα επιθήματα <b>πρβλ.</b> [[ἰσχαλέος]]: [[ἰσχνός]] (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[σμερδαλέος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σμερδνός:''' -ή, -όν, = [[σμερδαλέος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ως επίρρ., <i>σμερδνόν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''σμερδνός:''' -ή, -όν, = [[σμερδαλέος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ως επίρρ., <i>σμερδνόν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σμερδνός:''' Hom., Aesch. = [[σμερδαλέος]].
|lstext='''σμερδνός''': -ή, -όν, = [[σμερδαλέος]], αἰγὶς Ἰλ. Ε. 742· σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόνον Αἰσχύλ. Πρ. 355· μυγαλέη Νικ. Θηρ. 815· - ὡς ἐπίρρ., σμερδνὸν βοόων Ἰλ. Ο. 678, 732· δέρκεται Ὁμ. Ὕμν. 31. 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «δεινόν, καταπληκτικόν, πολεμικόν, σκυθρωπόν».
}}
{{elnl
|elnltext=σμερδνός -ή -όν [~ σμερδαλέος] vreselijk, afgrijselijk, schrikwekkend, angstaanjagend; adv. acc. n. σμερδνόν.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σμερδνός]], ή, όν = σμερδάλεος]<br />Il., Aesch.:—as adv., σμερδνόν Il.
|mdlsjtxt=[[σμερδνός]], ή, όν = σμερδάλεος]<br />Il., Aesch.:—as adv., σμερδνόν Il.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[dreadful]]
}}
}}

Latest revision as of 09:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμερδνός Medium diacritics: σμερδνός Low diacritics: σμερδνός Capitals: ΣΜΕΡΔΝΟΣ
Transliteration A: smerdnós Transliteration B: smerdnos Transliteration C: smerdnos Beta Code: smerdno/s

English (LSJ)

σμερδνή, σμερδνόν, = σμερδαλέος (terrible to look on, fearful, aweful, direful, terrible to hear), Γοργείη κεφαλή Il. 5.742 ; σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόνον A. Pr. 357 ; μυγαλέη Nic. Th. 815 ; — as adverb, σμερδνὸν βοόων Il. 15.687 ; δέρκεται h.Hom. 31.9.

German (Pape)

[Seite 910] = σμερδαλέος, bei Hom. ganz eben so gebraucht, aber viel seltener, von der Aegis, Il. 5, 742, u. adverbial, σμερδνὸν βοόων, 15, 687; σμερδναῖσι γαμφηλῇσι συρίζων φόνον, Aesch. Prom. 355; sp. D., σκόλοπες, Opp. Hal. 5, 330.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. σμερδαλέος ; neutre adv. • σμερδνόν.
Étymologie: R. Σμερδ, mordre ; cf. σμερδαλέος, lat. mordere.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμερδνός -ή -όν [~ σμερδαλέος] vreselijk, afgrijselijk, schrikwekkend, angstaanjagend; adv. acc. n. σμερδνόν.

Russian (Dvoretsky)

σμερδνός: Hom., Aesch. = σμερδαλέος.

English (Autenrieth)

= σμερδαλέος, Il. 5.472.— Adv., σμερδνόν, βοᾶν, Il. 15.687, 732.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. σμερδαλέος
2. (η αιτ. εν. του ουδ. ως επίρρ.) σμερδνόν
με φρικαλέο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. σμερδαλέος με επίθημα -νός (πρβλ. δεινός). Για την εναλλαγή αυτή στα επιθήματα πρβλ. ἰσχαλέος: ἰσχνός (για ετυμολ. βλ. λ. σμερδαλέος)].

Greek Monotonic

σμερδνός: -ή, -όν, = σμερδαλέος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ως επίρρ., σμερδνόν, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

σμερδνός: -ή, -όν, = σμερδαλέος, αἰγὶς Ἰλ. Ε. 742· σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόνον Αἰσχύλ. Πρ. 355· μυγαλέη Νικ. Θηρ. 815· - ὡς ἐπίρρ., σμερδνὸν βοόων Ἰλ. Ο. 678, 732· δέρκεται Ὁμ. Ὕμν. 31. 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «δεινόν, καταπληκτικόν, πολεμικόν, σκυθρωπόν».

Middle Liddell

σμερδνός, ή, όν = σμερδάλεος]
Il., Aesch.:—as adv., σμερδνόν Il.

English (Woodhouse)

dreadful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)