ἠρινός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=irinos
|Transliteration C=irinos
|Beta Code=h)rino/s
|Beta Code=h)rino/s
|Definition=ή, όν<b class="b3">, (ἦρ)</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἐαρινός]], [[ἄνεμος]] <span class="bibl">Sol.13.19</span>; φύλλα <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>9.46</span>; κάλυκες <span class="bibl">Cratin.98</span>; λειμών <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>448</span>; φθέγματα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>683</span>(lyr.); χρόνος <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.2.10</span>: neut. as Adv., <b class="b2">in spring</b>, γῆ τ' ἠρινὸν θάλλουσα <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>316.3</span>; ὅταν ἠρινὰ . . χελιδὼν κελαδῇ <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>800</span>.</span>
|Definition=ἠρινή, ἠρινόν, ([[ἦρ]]) = [[ἐαρινός]], [[ἄνεμος]] Sol.13.19; φύλλα Pi.P.9.46; κάλυκες Cratin.98; λειμών E.Supp.448; φθέγματα Ar.Av.683(lyr.); χρόνος X.HG3.2.10: neut. as adverb, [[in spring]], γῆ τ' ἠρινὸν θάλλουσα E.Fr.316.3; ὅταν ἠρινὰ . . χελιδὼν κελαδῇ Ar.Pax800.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1176.png Seite 1176]] = [[ἐαρινός]] (was zu vgl.); [[λειμών]] Eur. Suppl. 462; φύλλα Pind. P. 9, 47; [[χρόνος]] Xen. Hell. 3, 2, 10; [[χειμών]] Ael. N. A. 3, 13.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[du printemps]].<br />'''Étymologie:''' contr. p. [[ἐαρινός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠρῐνός:''' [стяж. к [[ἐαρινός]] весенний Pind., Eur., Arph.
}}
{{ls
|lstext='''ἠρῐνός''': -ή, -όν, (ἦρ) [[ἐαρινός]], Σόλων 12. 19, Πίνδ. Π. 9. 82, Εὐρ. Ἱκέτ. 448, Ἀριστοφ. Ὄρν. 683, Ξεν., κτλ.· - οὐδ. ἐπίρρ., κατὰ τὸ ἔαρ, γῆ τ’ ἠρινὸν θάλλουσα Εὐρ. Ἀποσπ. 318. 3· [[ὅταν]] ἠρινὰ... φωνῇ χελιδὼν Ἀριστοφ. Εἰρ. 800.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἠρῐνός</b> <br />&nbsp;&nbsp;nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[spring]] [[ὅσσα]] τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει (P. 9.46) ]πετάλοις ἠρ[ Δ. 3. 19.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἠρινός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[εαρινός]], [[ανοιξιάτικος]] («ἠρινά φύλλα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) <i>ἠρινὸν</i> και <i>ἠρινά</i><br />[[κατά]] την [[άνοιξη]] («[[ὅταν]] ἠρινά... χελιδὼν κελαδῇ», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εαρινός]], με [[συναίρεση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠρῐνός:''' -ή, -όν (ἦρ), = [[ἐαρινός]], αυτός που ανήκει ή βρίσκεται μέσα στην [[άνοιξη]], σε Σόλωνα, Ευρ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., κατά την [[άνοιξη]], [[ὅταν]] ἠρινά... φωνῇ [[χελιδών]], σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἠρῐνός, ή, όν [ἦρ] = [[ἐαρινός]]<br />of or in [[spring]], [[Solon]]., Eur.: —neut. pl. as adv., in [[spring]], Ar.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[of spring]]
}}
}}

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠρῐνός Medium diacritics: ἠρινός Low diacritics: ηρινός Capitals: ΗΡΙΝΟΣ
Transliteration A: ērinós Transliteration B: ērinos Transliteration C: irinos Beta Code: h)rino/s

English (LSJ)

ἠρινή, ἠρινόν, (ἦρ) = ἐαρινός, ἄνεμος Sol.13.19; φύλλα Pi.P.9.46; κάλυκες Cratin.98; λειμών E.Supp.448; φθέγματα Ar.Av.683(lyr.); χρόνος X.HG3.2.10: neut. as adverb, in spring, γῆ τ' ἠρινὸν θάλλουσα E.Fr.316.3; ὅταν ἠρινὰ . . χελιδὼν κελαδῇ Ar.Pax800.

German (Pape)

[Seite 1176] = ἐαρινός (was zu vgl.); λειμών Eur. Suppl. 462; φύλλα Pind. P. 9, 47; χρόνος Xen. Hell. 3, 2, 10; χειμών Ael. N. A. 3, 13.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
du printemps.
Étymologie: contr. p. ἐαρινός.

Russian (Dvoretsky)

ἠρῐνός: [стяж. к ἐαρινός весенний Pind., Eur., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἠρῐνός: -ή, -όν, (ἦρ) ἐαρινός, Σόλων 12. 19, Πίνδ. Π. 9. 82, Εὐρ. Ἱκέτ. 448, Ἀριστοφ. Ὄρν. 683, Ξεν., κτλ.· - οὐδ. ἐπίρρ., κατὰ τὸ ἔαρ, γῆ τ’ ἠρινὸν θάλλουσα Εὐρ. Ἀποσπ. 318. 3· ὅταν ἠρινὰ... φωνῇ χελιδὼν Ἀριστοφ. Εἰρ. 800.

English (Slater)

ἠρῐνός
  nbsp; 1 of spring ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει (P. 9.46) ]πετάλοις ἠρ[ Δ. 3. 19.

Greek Monolingual

ἠρινός, -ή, -όν (Α)
1. εαρινός, ανοιξιάτικος («ἠρινά φύλλα», Πίνδ.)
2. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) ἠρινὸν και ἠρινά
κατά την άνοιξηὅταν ἠρινά... χελιδὼν κελαδῇ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εαρινός, με συναίρεση].

Greek Monotonic

ἠρῐνός: -ή, -όν (ἦρ), = ἐαρινός, αυτός που ανήκει ή βρίσκεται μέσα στην άνοιξη, σε Σόλωνα, Ευρ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., κατά την άνοιξη, ὅταν ἠρινά... φωνῇ χελιδών, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἠρῐνός, ή, όν [ἦρ] = ἐαρινός
of or in spring, Solon., Eur.: —neut. pl. as adv., in spring, Ar.

English (Woodhouse)

of spring

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)