οὐλαμώνυμος: Difference between revisions
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
(6_15) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oulamonymos | |Transliteration C=oulamonymos | ||
|Beta Code=ou)lamw/numos | |Beta Code=ou)lamw/numos | ||
|Definition= | |Definition=οὐλαμώνυμον, ([[ὄνομα]]) [[named from the armed throng]] ([[οὐλαμός]]), [[epithet]] of Neoptolemus, Lyc.183 ([[varia lectio|v.l.]] [[οὐλαδωνύμου]], which the Sch. explains as [[epithet]] of Paris, whose name was derived from [[πήρα]], v. [[οὐλάς]] 11). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐλᾰμώνῠμος''': -ον, ([[ὄνομα]]) ὁ ὠνομασμένος ἐκ τοῦ ἐνόπλου στίφους (τοῦ οὐλαμοῦ), ἐπίθ. τοῦ Νεοπτολέμου, Λυκόφρ. 183. | |lstext='''οὐλᾰμώνῠμος''': -ον, ([[ὄνομα]]) ὁ ὠνομασμένος ἐκ τοῦ ἐνόπλου στίφους (τοῦ οὐλαμοῦ), ἐπίθ. τοῦ Νεοπτολέμου, Λυκόφρ. 183. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οὐλαμώνυμος]], -ον (Α)<br />(επίθ. για τον Νεοπτόλεμο) αυτός που πήρε το όνομά του από τον ουλαμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐλαμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]) με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως ([[πρβλ]]. [[θηριώνυμος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:13, 25 August 2023
English (LSJ)
οὐλαμώνυμον, (ὄνομα) named from the armed throng (οὐλαμός), epithet of Neoptolemus, Lyc.183 (v.l. οὐλαδωνύμου, which the Sch. explains as epithet of Paris, whose name was derived from πήρα, v. οὐλάς 11).
German (Pape)
[Seite 412] nach den Kriegerschaaren benannt, Lycophr. 183. Andere schreiben οὐλαδώνυμος, nach der Gerste οὐλαί, od. nach der Hirtentasche οὐλάς benannt.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλᾰμώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ὁ ὠνομασμένος ἐκ τοῦ ἐνόπλου στίφους (τοῦ οὐλαμοῦ), ἐπίθ. τοῦ Νεοπτολέμου, Λυκόφρ. 183.
Greek Monolingual
οὐλαμώνυμος, -ον (Α)
(επίθ. για τον Νεοπτόλεμο) αυτός που πήρε το όνομά του από τον ουλαμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαμός + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. θηριώνυμος)].