σκολύπτω: Difference between revisions
(13_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skolypto | |Transliteration C=skolypto | ||
|Beta Code=skolu/ptw | |Beta Code=skolu/ptw | ||
|Definition== | |Definition== [[κολούω]], [[κολοβόω]], [[ἐκτίλλω]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] σκολύφρα· <b class="b3">σκυθρωπή, σκληρά, ἐργώδης, δυσχερής</b>, Id.; cf. [[σκολύβρα]]. σκομβρίζω, A = γογγύζω, Id., Phot.; also, = ῥαθαπυγίζω, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0902.png Seite 902]] stutzen, verstümmeln, beschneiden, [[κολούω]], [[ἐκτίλλω]], σπαράττω, VLL.; im obscönen Sinne, das männliche Glied von der Vorhaut entblößen, s. [[ἀποσκολύπτω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0902.png Seite 902]] stutzen, verstümmeln, beschneiden, [[κολούω]], [[ἐκτίλλω]], σπαράττω, VLL.; im obscönen Sinne, das männliche Glied von der Vorhaut entblößen, s. [[ἀποσκολύπτω]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σκολύπτω''': [[κολούω]], [[κολοβόω]], «[[ἐκτίλλω]], [[κολούω]]» καὶ «σκολύψαι· κολοῦσαι. κολοβῶσαι» Ἡσύχ.· πρβλ. ἀποσκ-. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κολούω]], κολοβῶ, [[ἐκτίλλω]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος με [[επίθημα]] -<i>jω</i> από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με το ρ. [[σκάλλω]] «[[σκαλίζω]], [[γλύφω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σκόλοπας]]). Το ρ. συνδέεται πιθ. με τους τ. [[σκόλλυς]] και [[σκόλυθρον]], ενώ δεν φαίνεται πιθανή η [[σύνδεση]] του με τον τ. «[[σκολύφρα]]<br /><i>σκυθρωπή</i>, <i>σκληρά</i>, [[ἐργώδης]], [[δυσχερής]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:13, 25 August 2023
English (LSJ)
= κολούω, κολοβόω, ἐκτίλλω, Hsch. σκολύφρα· σκυθρωπή, σκληρά, ἐργώδης, δυσχερής, Id.; cf. σκολύβρα. σκομβρίζω, A = γογγύζω, Id., Phot.; also, = ῥαθαπυγίζω, Hsch.
German (Pape)
[Seite 902] stutzen, verstümmeln, beschneiden, κολούω, ἐκτίλλω, σπαράττω, VLL.; im obscönen Sinne, das männliche Glied von der Vorhaut entblößen, s. ἀποσκολύπτω.
Greek (Liddell-Scott)
σκολύπτω: κολούω, κολοβόω, «ἐκτίλλω, κολούω» καὶ «σκολύψαι· κολοῦσαι. κολοβῶσαι» Ἡσύχ.· πρβλ. ἀποσκ-.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «κολούω, κολοβῶ, ἐκτίλλω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος με επίθημα -jω από την ίδια ρίζα με το ρ. σκάλλω «σκαλίζω, γλύφω» (βλ. και λ. σκόλοπας). Το ρ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκόλλυς και σκόλυθρον, ενώ δεν φαίνεται πιθανή η σύνδεση του με τον τ. «σκολύφρα
σκυθρωπή, σκληρά, ἐργώδης, δυσχερής»].