μυθιήτης: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mythiitis
|Transliteration C=mythiitis
|Beta Code=muqih/ths
|Beta Code=muqih/ths
|Definition=ου, ὁ, in pl., <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[στασιασταί]], [[στασιῶται]], <span class="bibl">Anacr.16</span> (cf. μυθητῆρες, μύθαρχοι, μῦθος ''III''); in sg., <b class="b3">οὐ μ., οὐ δικασπόλος κεῖνος</b> (sc. [[Νίνος]]) <span class="bibl">Phoen.1.7</span>.</span>
|Definition=μυθιήτου, ὁ, in plural, = [[στασιαστής|στασιασταί]], [[στασιώτης|στασιῶται]], Anacr.16 (cf. [[μυθητήρ|μυθητῆρες]], [[μύθαρχοι]], [[μῦθος]] ''III''); in sg., οὐ μυθιήτης, οὐ [[δικασπόλος]] κεῖνος (''[[sc.]]'' [[Νίνος]]) Phoen.1.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0214.png Seite 214]] ὁ, = [[μυθητής]]; nach Apoll. L. H. braucht es Anacr. = [[στασιώτης]]. Bei Ath. XII, 530 e in einem Verse des Phoenix Caloph. stand sonst μυθιητής, jetzt μὴν [[θυητής]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0214.png Seite 214]] ὁ, = [[μυθητής]]; nach Apoll. L. H. braucht es Anacr. = [[στασιώτης]]. Bei Ath. XII, 530 e in einem Verse des Phoenix Caloph. stand sonst μυθιητής, jetzt μὴν [[θυητής]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῡθιήτης:''' ου ὁ Anacr. [[varia lectio|v.l.]] = *[[μυθίτης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυθιήτης]] και [[μυθίτης]], ὁ (Α)<br />ο [[στασιαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῦθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιήτης</i> / -[[ίτης]], πιθ. [[κατά]] το [[πολιήτης]] (για τη σημ. της λ. <b>πρβλ.</b> [[μύθαρχοι]], [[μυθητήρες]])].
|mltxt=[[μυθιήτης]] και [[μυθίτης]], ὁ (Α)<br />ο [[στασιαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῦθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιήτης</i> / -[[ίτης]], πιθ. [[κατά]] το [[πολιήτης]] (για τη σημ. της λ. <b>πρβλ.</b> [[μύθαρχοι]], [[μυθητήρες]])].
}}
{{elru
|elrutext='''μῡθιήτης:''' ου ὁ Anacr. v. l. = *[[μυθίτης]].
}}
}}

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθῐήτης Medium diacritics: μυθιήτης Low diacritics: μυθιήτης Capitals: ΜΥΘΙΗΤΗΣ
Transliteration A: mythiḗtēs Transliteration B: mythiētēs Transliteration C: mythiitis Beta Code: muqih/ths

English (LSJ)

μυθιήτου, ὁ, in plural, = στασιασταί, στασιῶται, Anacr.16 (cf. μυθητῆρες, μύθαρχοι, μῦθος III); in sg., οὐ μυθιήτης, οὐ δικασπόλος κεῖνος (sc. Νίνος) Phoen.1.7.

German (Pape)

[Seite 214] ὁ, = μυθητής; nach Apoll. L. H. braucht es Anacr. = στασιώτης. Bei Ath. XII, 530 e in einem Verse des Phoenix Caloph. stand sonst μυθιητής, jetzt μὴν θυητής.

Russian (Dvoretsky)

μῡθιήτης: ου ὁ Anacr. v.l. = *μυθίτης.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθιήτης: ἴδε μυθίτης.

Greek Monolingual

μυθιήτης και μυθίτης, ὁ (Α)
ο στασιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + κατάλ. -ιήτης / -ίτης, πιθ. κατά το πολιήτης (για τη σημ. της λ. πρβλ. μύθαρχοι, μυθητήρες)].