εὐπατόριον: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efpatorion
|Transliteration C=efpatorion
|Beta Code=eu)pato/rion
|Beta Code=eu)pato/rion
|Definition=τό ([[varia lectio|v.l.]] -ος, ὁ), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[Agrimonia eupatorium]] (so called from [[Mithridates]] [[Eupator]]), [[agrimony]], Dsc.4.41. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[πράσιον]], Ps.-Dsc. 3.105.</span>
|Definition=τό ([[varia lectio|v.l.]] -ος, ὁ),<br><span class="bld">A</span> [[Agrimonia eupatorium]] (so called from [[Mithridates]] [[Eupator]]), [[agrimony]], Dsc.4.41.<br><span class="bld">2</span> = [[πράσιον]], Ps.-Dsc. 3.105.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπᾰτόριον Medium diacritics: εὐπατόριον Low diacritics: ευπατόριον Capitals: ΕΥΠΑΤΟΡΙΟΝ
Transliteration A: eupatórion Transliteration B: eupatorion Transliteration C: efpatorion Beta Code: eu)pato/rion

English (LSJ)

τό (v.l. -ος, ὁ),
A Agrimonia eupatorium (so called from Mithridates Eupator), agrimony, Dsc.4.41.
2 = πράσιον, Ps.-Dsc. 3.105.

German (Pape)

[Seite 1087] τό, Name einer Pflanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπᾰτόριον: τό, βατάνη τις, agrimonia eupatorium (κληθεῖσα οὕτως ἀπὸ Μιθριδάτου τοῦ Εὐπάτορος), Διοσκ. 4. 41.

Greek Monolingual

το (ΑΜ εὐπατόριο(-ν) Ευπάτωρ
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην τάξη αστερώδη
μσν.-αρχ.
βότανο κατά τών δηλητηριάσεων, που πήρε την ονομασία του από τον Μιθριδάτη τον Ευπάτορα, ο οποίος πρώτος ανακάλυψε τη χρησιμότητά του ως αντιδότου κατά τών δηλητηριάσεων.