Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σχινοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
(13_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=schinokefalos
|Transliteration C=schinokefalos
|Beta Code=sxinoke/falos
|Beta Code=sxinoke/falos
|Definition=ον, (<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> σχῖνος <span class="bibl">11</span>) <b class="b2">with a squill-shaped</b>, i.e.<b class="b2">peaked. head</b>, epith. of Pericles, <span class="bibl">Cratin.71</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>3</span>, <span class="bibl">13</span>, <span class="bibl">Poll.2.43</span> (with v.l. [[ἐχιν-]]).</span>
|Definition=σχινοκέφαλον, ([[σχῖνος]] ''ΙΙ'') [[with a squill-shaped head]], i.e. [[peaked]], [[head]], [[epithet]] of [[Pericles]], Cratin.71, cf. Plu.Per.3, 13, Poll.2.43 (with [[varia lectio|v.l.]] [[ἐχινοκέφαλος]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1056.png Seite 1056]] mit einem großen, länglichen Kopfe, wie die Meerzwiebel; Cratin. nannte so den Perikles, Plut. Pericl. 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1056.png Seite 1056]] mit einem großen, länglichen Kopfe, wie die Meerzwiebel; Cratin. nannte so den Perikles, Plut. Pericl. 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a la tête grosse et allongée <i>(comme un oignon marin)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σχῖνος]], [[κεφαλή]].
}}
{{elnl
|elnltext=σχῑνοκέφαλος -ον &#91;[[σχῖνος]], [[κεφαλή]]] [[met uienhoofd]] (van Pericles). Plut. Per. 3.4.
}}
{{elru
|elrutext='''σχῑνοκέφᾰλος:''' [[с головой в форме морской луковицы]], т. е. остроконечной (прозвище Перикла) Plut.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] του Περικλέους) αυτός που έχει πρόμηκες και ασύμμετρο [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. [[σιδηροκέφαλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχῑνοκέφᾰλος:''' -ον ([[σχῖνος]] II), αυτός που το [[κεφάλι]] του έχει [[σχήμα]] σκυλοκρέμμυδου, δηλ. είναι μακρουλό και ασύμμετρο, επίθ. του Περικλή, σε Πλούτ.
}}
{{ls
|lstext='''σχῑνοκέφᾰλος''': -ον, ([[σχοῖνος]] ΙΙ) ὁ ἔχων κεφαλὴν σχήματος σκίλλης δηλ. κεφαλὴν προμήκη καὶ ἀσύμμετρον, ἐπίθετον τοῦ Περικλέους, ὁ [[σχινοκέφαλος]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὁδὶ προσέρχεται ὁ Περικλέης Κρατῖνος ἐν «Θρᾴτταις» 1· «οἱ δ’ Ἀττικοὶ ποιηταὶ σχινοκέφαλον αὐτὸν ἐκάλουν τὴν γὰρ σκίλλαν ἔστιν ὅτε σχῖνον καλοῦσι» Πλουτ. Περικλ. 3 καὶ 13. Πολυδ. Β΄, 42.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σχῑνοκέφᾰλος, σχῑνοκέφᾰλον ([[σχῖνος]] II), with a [[squill]]-[[shape]]d (i. e. [[peak]]ed) [[head]], [[epithet]] of [[Pericles]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχῑνοκέφᾰλος Medium diacritics: σχινοκέφαλος Low diacritics: σχινοκέφαλος Capitals: ΣΧΙΝΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: schinoképhalos Transliteration B: schinokephalos Transliteration C: schinokefalos Beta Code: sxinoke/falos

English (LSJ)

σχινοκέφαλον, (σχῖνος ΙΙ) with a squill-shaped head, i.e. peaked, head, epithet of Pericles, Cratin.71, cf. Plu.Per.3, 13, Poll.2.43 (with v.l. ἐχινοκέφαλος).

German (Pape)

[Seite 1056] mit einem großen, länglichen Kopfe, wie die Meerzwiebel; Cratin. nannte so den Perikles, Plut. Pericl. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a la tête grosse et allongée (comme un oignon marin).
Étymologie: σχῖνος, κεφαλή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχῑνοκέφαλος -ον [σχῖνος, κεφαλή] met uienhoofd (van Pericles). Plut. Per. 3.4.

Russian (Dvoretsky)

σχῑνοκέφᾰλος: с головой в форме морской луковицы, т. е. остроконечной (прозвище Перикла) Plut.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Περικλέους) αυτός που έχει πρόμηκες και ασύμμετρο κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχῖνος + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. σιδηροκέφαλος.

Greek Monotonic

σχῑνοκέφᾰλος: -ον (σχῖνος II), αυτός που το κεφάλι του έχει σχήμα σκυλοκρέμμυδου, δηλ. είναι μακρουλό και ασύμμετρο, επίθ. του Περικλή, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

σχῑνοκέφᾰλος: -ον, (σχοῖνος ΙΙ) ὁ ἔχων κεφαλὴν σχήματος σκίλλης δηλ. κεφαλὴν προμήκη καὶ ἀσύμμετρον, ἐπίθετον τοῦ Περικλέους, ὁ σχινοκέφαλος Ζεὺς ὁδὶ προσέρχεται ὁ Περικλέης Κρατῖνος ἐν «Θρᾴτταις» 1· «οἱ δ’ Ἀττικοὶ ποιηταὶ σχινοκέφαλον αὐτὸν ἐκάλουν τὴν γὰρ σκίλλαν ἔστιν ὅτε σχῖνον καλοῦσι» Πλουτ. Περικλ. 3 καὶ 13. Πολυδ. Β΄, 42.

Middle Liddell

σχῑνοκέφᾰλος, σχῑνοκέφᾰλον (σχῖνος II), with a squill-shaped (i. e. peaked) head, epithet of Pericles, Plut.