ταλασιουργικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(Bailly1_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=talasiourgikos
|Transliteration C=talasiourgikos
|Beta Code=talasiourgiko/s
|Beta Code=talasiourgiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for wool-spinning</b>, ὄργανα <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span> 9.7</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>282c</span>; <b class="b3">-κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>), = foreg., ib.a.</span>
|Definition=ταλασιουργική, ταλασιουργικόν, [[of]] or for [[wool]]-[[spinning]], ὄργανα X. ''Oec.'' 9.7, cf. Pl. ''Plt.'' 282c ; ἡ [[ταλασιουργική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), = [[ταλασιουργία]], ''ib.'' a.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1065.png Seite 1065]] ή, όν, zum Wollespinner, zum Wollespinnen gehörig, geschickt; [[τέχνη]], Plat. Polit. 282 a, Xen. Oec. 9, 7. 9, [[οἶκος]], Poll. 1, 80.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1065.png Seite 1065]] ή, όν, zum Wollespinner, zum Wollespinnen gehörig, geschickt; [[τέχνη]], Plat. Polit. 282 a, Xen. Oec. 9, 7. 9, [[οἶκος]], Poll. 1, 80.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qui concerne l'art de travailler la laine]].<br />'''Étymologie:''' [[ταλασιουργός]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰλᾰσῐουργικός:''' [[шерстопрядильный]] (ὄργανα Xen.; [[σκευή]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰλᾰσιουργικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ταλασιουργίαν, ὄργανα, σκεύη Ξεν. Οἰκ. 9, 7, Πλάτ. Πολιτικ. 282C· ἡ ταλασιουργικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = τῷ προηγ., [[αὐτόθι]] Α, Β. - Ἐπίρρ. ταλασιουργικῶς, «[[ὥσπερ]] καὶ ἐριουργικῶς καὶ ταλασιουργικῶς» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 34 ἐν τέλει.
|lstext='''τᾰλᾰσιουργικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ταλασιουργίαν, ὄργανα, σκεύη Ξεν. Οἰκ. 9, 7, Πλάτ. Πολιτικ. 282C· ἡ ταλασιουργικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = τῷ προηγ., [[αὐτόθι]] Α, Β. - Ἐπίρρ. ταλασιουργικῶς, «[[ὥσπερ]] καὶ ἐριουργικῶς καὶ ταλασιουργικῶς» Πολυδ. Ζ΄, 34 ἐν τέλει.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’art de travailler la laine.<br />'''Étymologie:''' [[ταλασιουργός]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ταλασιουργός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ταλασιουργία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ταλασιουργική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[ταλασιουργία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ταλασιουργικῶς</i> Α<br />με [[επεξεργασία]] μαλλιού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰλᾰσιουργικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει στο [[κλώσιμο]] μαλλιού, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰλᾰσιουργικός, ή, όν<br />of or for [[wool]]-[[spinning]], Xen. [from τᾰλᾰσιουργός]
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[for wool spinning]], [[of wool spinning]]
}}
}}

Latest revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰσιουργικός Medium diacritics: ταλασιουργικός Low diacritics: ταλασιουργικός Capitals: ΤΑΛΑΣΙΟΥΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: talasiourgikós Transliteration B: talasiourgikos Transliteration C: talasiourgikos Beta Code: talasiourgiko/s

English (LSJ)

ταλασιουργική, ταλασιουργικόν, of or for wool-spinning, ὄργανα X. Oec. 9.7, cf. Pl. Plt. 282c ; ἡ ταλασιουργική (sc. τέχνη), = ταλασιουργία, ib. a.

German (Pape)

[Seite 1065] ή, όν, zum Wollespinner, zum Wollespinnen gehörig, geschickt; τέχνη, Plat. Polit. 282 a, Xen. Oec. 9, 7. 9, οἶκος, Poll. 1, 80.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l'art de travailler la laine.
Étymologie: ταλασιουργός.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλᾰσῐουργικός: шерстопрядильный (ὄργανα Xen.; σκευή Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰσιουργικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ταλασιουργίαν, ὄργανα, σκεύη Ξεν. Οἰκ. 9, 7, Πλάτ. Πολιτικ. 282C· ἡ ταλασιουργικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), = τῷ προηγ., αὐτόθι Α, Β. - Ἐπίρρ. ταλασιουργικῶς, «ὥσπερ καὶ ἐριουργικῶς καὶ ταλασιουργικῶς» Πολυδ. Ζ΄, 34 ἐν τέλει.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ταλασιουργός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταλασιουργία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ταλασιουργική
(ενν. τέχνη) η ταλασιουργία.
επίρρ...
ταλασιουργικῶς Α
με επεξεργασία μαλλιού.

Greek Monotonic

τᾰλᾰσιουργικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει στο κλώσιμο μαλλιού, σε Ξεν.

Middle Liddell

τᾰλᾰσιουργικός, ή, όν
of or for wool-spinning, Xen. [from τᾰλᾰσιουργός]

English (Woodhouse)

for wool spinning, of wool spinning

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)