στεπτήριος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=steptirios | |Transliteration C=steptirios | ||
|Beta Code=stepth/rios | |Beta Code=stepth/rios | ||
|Definition= | |Definition=στεπτήριον, [[of crowning]] or [[for crowning]], τὰ στεπτήρια = [[στέμμα]]τα, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: [[Στεπτήριον]], τό, [[Stepterion]], a [[festival]] at [[Delphi]], Plu.2.293c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[στέψη]]<br /><b>2.</b> αυτός που αρμόζει σε [[στέψη]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>τὸ Στεπτήριον</i><br />[[γιορτή]] την οποία τελούσαν [[κάθε]] [[εννέα]] [[χρόνια]] σε [[ανάμνηση]] της επανόδου του Απόλλωνος από την [[κοιλάδα]] τών Τεμπών, όπου είχε καταφύγει για να εξαγνιστεί [[μετά]] από τον φόνο του Πύθωνος<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «στεπτήρια<br />στέμματα ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλαδίων ἐξῆπτον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ( | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[στέψη]]<br /><b>2.</b> αυτός που αρμόζει σε [[στέψη]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>τὸ Στεπτήριον</i><br />[[γιορτή]] την οποία τελούσαν [[κάθε]] [[εννέα]] [[χρόνια]] σε [[ανάμνηση]] της επανόδου του Απόλλωνος από την [[κοιλάδα]] τών Τεμπών, όπου είχε καταφύγει για να εξαγνιστεί [[μετά]] από τον φόνο του Πύθωνος<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «στεπτήρια<br />στέμματα ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλαδίων ἐξῆπτον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. [[θρεπτήριος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:14, 25 August 2023
English (LSJ)
στεπτήριον, of crowning or for crowning, τὰ στεπτήρια = στέμματα, Hsch.: Στεπτήριον, τό, Stepterion, a festival at Delphi, Plu.2.293c.
German (Pape)
[Seite 936] zum Bekränzen gehörig; τὰ στεπτήρια, = στέμματα, Hesych. Vgl. σεπτήριος.
Greek (Liddell-Scott)
στεπτήριος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέψιν, τὰ στεπτήρια = στέμματα, «ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλάδων ἐξῆπτον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στέψη
2. αυτός που αρμόζει σε στέψη
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Στεπτήριον
γιορτή την οποία τελούσαν κάθε εννέα χρόνια σε ανάμνηση της επανόδου του Απόλλωνος από την κοιλάδα τών Τεμπών, όπου είχε καταφύγει για να εξαγνιστεί μετά από τον φόνο του Πύθωνος
4. (κατά τον Ησύχ.) «στεπτήρια
στέμματα ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλαδίων ἐξῆπτον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + επίθημα -τήριος (πρβλ. θρεπτήριος)].