κατατρύω: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katatryo
|Transliteration C=katatryo
|Beta Code=katatru/w
|Beta Code=katatru/w
|Definition== foreg., in Med., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> κατατρύσαιο δὲ γυῖα <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>593</span>:— Pass., pf. inf. -<b class="b3">τετρῦσθαι</b> prob.l.in <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>5.4.6</span>.</span>
|Definition== [[κατατρύχω]] ([[wear out]], [[exhaust]]), in ''Med.'', κατατρύσαιο δὲ γυῖα Nic. ''Al.'' 593 ; — ''Pass., pf. inf.'' -τετρῦσθαι prob. l. in [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]'' 5.44.6.
}}
{{ls
|lstext='''κατατρύω''': τῷ προηγ., ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατατρύσαιο δὲ γυῖα Νικ. Ἀλεξ. 606· ὁ Σχολ. «κατισχνῶσαι τὰ [[μέλη]], ἐξαντλῆσαι»·- ἐν Ξεν. Κύρ. 5. 4, 6: παθ. πρκμ., ἦσαν [[μάλα]] πιεζόμενοι διὰ τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας, ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρρ Στεφ., ὁ δὲ Σνεΐδερος οὐχὶ ἀπιθάνως εἴκασε, κατατετάσθαι.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[κατατρύχω]].
|btext=<i>c.</i> [[κατατρύχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-τρύω afmatten.
}}
{{pape
|ptext== [[κατατρύχω]]; κατατρύσαιο δὲ γυῖα Nic. <i>Al</i>. 592.
}}
{{elru
|elrutext='''κατατρύω:''' [[изнурять]], [[утомлять]] (τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατατρύω:''' = το προηγ. — Παθ., απαρ. παρακ. <i>κατατετρῦσθαι</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''κατατρύω:''' = το προηγ. — Παθ., απαρ. παρακ. <i>κατατετρῦσθαι</i>, σε Ξεν.
}}
{{ls
|lstext='''κατατρύω''': τῷ προηγ., ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατατρύσαιο δὲ γυῖα Νικ. Ἀλεξ. 606· ὁ Σχολ. «κατισχνῶσαι τὰ [[μέλη]], ἐξαντλῆσαι»·- ἐν Ξεν. Κύρ. 5. 4, 6: παθ. πρκμ., ἦσαν [[μάλα]] πιεζόμενοι διὰ τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας, ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρρ Στεφ., ὁ δὲ Σνεΐδερος οὐχὶ ἀπιθάνως εἴκασε, κατατετάσθαι.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== κατατρύ¯χω, Xen.] Pass., perf. inf. κατατετρῦσθαι
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρύω Medium diacritics: κατατρύω Low diacritics: κατατρύω Capitals: ΚΑΤΑΤΡΥΩ
Transliteration A: katatrýō Transliteration B: katatryō Transliteration C: katatryo Beta Code: katatru/w

English (LSJ)

= κατατρύχω (wear out, exhaust), in Med., κατατρύσαιο δὲ γυῖα Nic. Al. 593 ; — Pass., pf. inf. -τετρῦσθαι prob. l. in X.Cyr. 5.44.6.

French (Bailly abrégé)

c. κατατρύχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τρύω afmatten.

German (Pape)

κατατρύχω; κατατρύσαιο δὲ γυῖα Nic. Al. 592.

Russian (Dvoretsky)

κατατρύω: изнурять, утомлять (τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας Xen.).

Greek Monolingual

κατατρύω (Α)
1. μέσ. κατατρύομαι
κατατρύχω, εξαντλώ, αδυνατίζω
2. παθ. εξαντλούμαι από κάτι («κατατετρῡσθαι ὑπὸ τῆς πορείας», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τρύω «εξαντλώ, βασανίζω»].

Greek Monotonic

κατατρύω: = το προηγ. — Παθ., απαρ. παρακ. κατατετρῦσθαι, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρύω: τῷ προηγ., ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατατρύσαιο δὲ γυῖα Νικ. Ἀλεξ. 606· ὁ Σχολ. «κατισχνῶσαι τὰ μέλη, ἐξαντλῆσαι»·- ἐν Ξεν. Κύρ. 5. 4, 6: παθ. πρκμ., ἦσαν μάλα πιεζόμενοι διὰ τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας, ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρρ Στεφ., ὁ δὲ Σνεΐδερος οὐχὶ ἀπιθάνως εἴκασε, κατατετάσθαι.

Middle Liddell

= κατατρύ¯χω, Xen.] Pass., perf. inf. κατατετρῦσθαι