ποιμαντικός: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poimantikos | |Transliteration C=poimantikos | ||
|Beta Code=poimantiko/s | |Beta Code=poimantiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ποιμαντική, ποιμαντικόν, [[pastoral]]: ἡ [[ποιμαντική]] (with or without [[τέχνη]]) the [[shepherd]]'s [[art]], Gal.5.750, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0651.png Seite 651]] zum Weiden gehörig, geschickt, ἡ ποιμαντική, sc. [[τέχνη]], die Weidekunft, Kunst od. Geschicklichkeit der Hirten, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0651.png Seite 651]] zum Weiden gehörig, geschickt, ἡ ποιμαντική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], die Weidekunft, Kunst od. Geschicklichkeit der Hirten, Sp. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποιμαντικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ποιμενικὰ καθήκοντα, [[ποιμαντορικός]], ἐπὶ θρησκευτικῆς σημασίας, Ἐκκλ. ― ἡ ποιμαντικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ τοῦ ποιμένος [[τέχνη]]. Ἡσύχ. | |lstext='''ποιμαντικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ποιμενικὰ καθήκοντα, [[ποιμαντορικός]], ἐπὶ θρησκευτικῆς σημασίας, Ἐκκλ. ― ἡ ποιμαντικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ τοῦ ποιμένος [[τέχνη]]. Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ποιμαντικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ποιμαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, [[ποιμενικός]], [[βουκολικός]] («ποιμαντική [[βακτηρία]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πνευματικό ή θρησκευτικό αρχηγό, ο [[ποιμαντορικός]] («ποιμαντική [[ράβδος]]» — μετάλλινη ή ξύλινη [[ράβδος]] με αρχαιότατη [[προέλευση]] την οποία φέρουν οι αρχιερείς και οι ηγούμενοι τών ιερών μονών [[κατά]] τις ιερές ακολουθίες ως [[έμβλημα]] της εξουσίας τους και της οποίας η [[λαβή]] έχει [[άκρα]] κεκαμμένα [[προς]] τα άνω σε [[σχήμα]] Ψ και τη [[μορφή]] δύο όφεων οι οποίοι προσβλέπουν [[προς]] τον σταυρό που βρίσκεται ανάμεσά τους)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ποιμαντική</i><br /><b>εκκλ.</b> το [[μάθημα]] του πρακτικού κλάδου της θεολογίας, στο οποίο διδάσκονται τα καθήκοντα τών ποιμένων, τών κληρικών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ποιμαντική</i><br />(για πνευματικούς και θρησκευτικούς αρχηγούς) η [[τέχνη]] της καθοδήγησης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) η [[τέχνη]] του ποιμένα, του βοσκού<br />β) το [[αξίωμα]] του επισκόπου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ποιμαντικόν</i><br />το [[ποίμνιο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ποιμαντικῶς</i> Μ<br />όπως ο [[ποιμένας]] της Εκκλησίας. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ποιμαντική, ποιμαντικόν, pastoral: ἡ ποιμαντική (with or without τέχνη) the shepherd's art, Gal.5.750, Hsch.
German (Pape)
[Seite 651] zum Weiden gehörig, geschickt, ἡ ποιμαντική, sc. τέχνη, die Weidekunft, Kunst od. Geschicklichkeit der Hirten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποιμαντικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ποιμενικὰ καθήκοντα, ποιμαντορικός, ἐπὶ θρησκευτικῆς σημασίας, Ἐκκλ. ― ἡ ποιμαντικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τοῦ ποιμένος τέχνη. Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ποιμαντικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ποιμαίνω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, ποιμενικός, βουκολικός («ποιμαντική βακτηρία», Γρηγ. Ναζ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πνευματικό ή θρησκευτικό αρχηγό, ο ποιμαντορικός («ποιμαντική ράβδος» — μετάλλινη ή ξύλινη ράβδος με αρχαιότατη προέλευση την οποία φέρουν οι αρχιερείς και οι ηγούμενοι τών ιερών μονών κατά τις ιερές ακολουθίες ως έμβλημα της εξουσίας τους και της οποίας η λαβή έχει άκρα κεκαμμένα προς τα άνω σε σχήμα Ψ και τη μορφή δύο όφεων οι οποίοι προσβλέπουν προς τον σταυρό που βρίσκεται ανάμεσά τους)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ποιμαντική
εκκλ. το μάθημα του πρακτικού κλάδου της θεολογίας, στο οποίο διδάσκονται τα καθήκοντα τών ποιμένων, τών κληρικών
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ποιμαντική
(για πνευματικούς και θρησκευτικούς αρχηγούς) η τέχνη της καθοδήγησης
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. α) η τέχνη του ποιμένα, του βοσκού
β) το αξίωμα του επισκόπου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ποιμαντικόν
το ποίμνιο.
επίρρ...
ποιμαντικῶς Μ
όπως ο ποιμένας της Εκκλησίας.