μετεώρισμα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meteorisma
|Transliteration C=meteorisma
|Beta Code=metew/risma
|Beta Code=metew/risma
|Definition=ατος, τό, = sq.11.2, Metrod.<span class="title">Herc.</span>831.5 (pl.). <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> gloss on [[φρύαγμα]], Hsch.</span>
|Definition=-ατος, τό, = [[μετεωρισμός]] ([[being raised up]], [[swelling]]) II. 2, Metrod. Herc. 831.5 (pl.). gloss on φρύαγμα, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0159.png Seite 159]] τό, erkl. Hesych. durch [[φρόνημα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0159.png Seite 159]] τό, erkl. Hesych. durch [[φρόνημα]].
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[μετεώρισμα]]) [[μετεωρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μετάβαση]] από [[ψηλά]], [[μεταπήδηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συζήτηση]] για ανούσια ή ανόητα πράγματα<br /><b>2.</b> [[συζήτηση]] για [[κάτι]] μη πραγματικό, [[φαντασίωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[έπαρση]], [[υπερηφάνεια]].
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεώρισμα Medium diacritics: μετεώρισμα Low diacritics: μετεώρισμα Capitals: ΜΕΤΕΩΡΙΣΜΑ
Transliteration A: meteṓrisma Transliteration B: meteōrisma Transliteration C: meteorisma Beta Code: metew/risma

English (LSJ)

-ατος, τό, = μετεωρισμός (being raised up, swelling) II. 2, Metrod. Herc. 831.5 (pl.). gloss on φρύαγμα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 159] τό, erkl. Hesych. durch φρόνημα.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μετεώρισμα) μετεωρίζω
νεοελλ.
μετάβαση από ψηλά, μεταπήδηση
μσν.
1. συζήτηση για ανούσια ή ανόητα πράγματα
2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση
μσν.-αρχ.
έπαρση, υπερηφάνεια.