ὀκτάρριζος: Difference between revisions
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oktarrizos | |Transliteration C=oktarrizos | ||
|Beta Code=o)kta/rrizos | |Beta Code=o)kta/rrizos | ||
|Definition= | |Definition=ὀκτάρριζον, [[with eight roots]], <b class="b3">ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα</b>, of a stag'shorns, [[with eight points]], AP6.110 (Leon. or Mnasalc.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀκτάρριζον, with eight roots, ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα, of a stag'shorns, with eight points, AP6.110 (Leon. or Mnasalc.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a huit racines ou ramifications.
Étymologie: ὀκτώ, ῥίζα.
German (Pape)
achtwurzelig, übertragen achtendig, vom Hirschgeweih, Leon.Tar. 32 (VI.110).
Russian (Dvoretsky)
ὀκτάρριζος: имеющий восемь ветвей, восьмиконечный: ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα (sc. τῆς ἐλάφου) Anth. восьмиконечное оружие на лбу (о рогах оленя).
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάρριζος: -ον, (ῥίζα) ὁ ἔχων ὀκτὼ ῥίζας, ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα, ἐπὶ τῶν κεράτων ἐλάφου ἐχόντων κλαδίσκους, Ἀνθ. Π. 6. 110.
Greek Monolingual
ὀκτάρριζος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει οκτώ ρίζες
2. (για τα κλαδωτά κέρατα της ελάφου) αυτός που έχει οκτώ αιχμηρά άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -ρριζος (< ρίζα), πρβλ. τετράρριζος].
Greek Monotonic
ὀκτάρριζος: -ον (ῥίζα), αυτός που έχει οκτώ ρίζες· λέγεται για κέρατα αρσενικού ελαφιού, που διακλαδώνονται σε οκτώ άκρες, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὀκτάρ-ριζος, ον, ῥίζα
with eight roots: of a stag's horns, with eight points, Anth.