κεράμβηλον: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=keramvilon | |Transliteration C=keramvilon | ||
|Beta Code=kera/mbhlon | |Beta Code=kera/mbhlon | ||
|Definition=τό, [[scarecrow]] in a garden, Hsch.; also, a kind of [[beetle]] fixed on [[fig tree]]s to drive away gnats, Id.; cf.sq. | |Definition=τό, [[scarecrow]] in a garden, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; also, a kind of [[beetle]] fixed on [[fig tree]]s to drive away gnats, Id.; cf.sq. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, scarecrow in a garden, Hsch.; also, a kind of beetle fixed on fig trees to drive away gnats, Id.; cf.sq.
German (Pape)
[Seite 1419] τό, nach Hesych. ein die Mücken verjagendes Insekt. – Vogelscheuche in den Gärten, Sp. – S. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
κεράμβηλον: τό, φόβητρον τῶν πτηνῶν ἐν κήπῳ, Ἡσύχ.· ὡσαύτως εἶδος κανθάρου προσδενομένου εἰς τὰς συκᾶς ὅπως ἀποδιώκῃ τὰς ἐμπίδας, ὁ αὐτ., πρβλ. κεράμβυξ.
Greek Monolingual
κεράμβηλον, τὸ (ΑΜ)
1. φόβητρο τών πουλιών σε κήπους, σκιάχτρο
2. είδος σκαθαριού που το έδεναν στις συκιές για να διώχνει με τον βόμβο του τις σκνίπες («καὶ θηρίδιόν τι, ὅ περὶ τὰς συκᾱς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῑπας
ἔνιοι τοὺς κανθάρους ὡς κέρατα ἔχοντας», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας με διπλό εκφραστικό επίθημα -αμβ-ηλο-ν. Βλ. καιράμβυξ].